«Στις 25 Δεκεμβρίου, ανήμερα τα Χριστούγεννα, μαζευτήκαμε με άλλα παιδιά της γειτονιάς για να παίξουμε σε μια αλάνα κοντά στις γραμμές του τρένου (οδός Κωνσταντινουπόλεως) που οχύρωναν οι ΕΛΑΣίτες.
Ξαφνικά άρχισαν οι όλμοι. Τον πρώτο όλμο που σφύριξε, προτού πέσει, τον κατάλαβα και έκανα ένα άλμα, με αποτέλεσμα να πέσω ανάμεσα στις δύο γραμμές του τρένου σε αυλάκι. Φώναξα και τα άλλα παιδιά και καλυφθήκαμε.
Εκεί συνέβη ένα περιστατικό: μια γριούλα κουβαλούσε ένα ταψί και έπεσε ένας όλμος και την αποκεφάλισε.
Πέφτει κάτω το κεφάλι και η γριά προχώρησε έξι βήματα χωρίς κεφάλι και μετά έπεσε!
Σταμάτησαν οι όλμοι κάποια στιγμή και φύγαμε. Εκείνες τις μέρες οι Εγγλέζοι προετοιμάζονταν για επίθεση, αναπτύσσονταν και χτυπούσαν τις γύρω συνοικίες.
Είχαν καταλάβει την Ομόνοια, την Πλατεία Βάθης και τον Σταθμό Λαρίσης αλλά στο Μεταξουργείο δεν τολμούσαν ακόμα γιατί οι ΕΛΑΣίτες είχαν οχυρώσει καλά τη γειτονιά.
Σε όλες τις διαβάσεις του Μεταξουργείου, κυρίως την οδό Αχιλλέως, είχαν σκάψει τον δρόμο και είχαν καρφώσει σιδηροτροχιές του τρένου (όχι του τραμ) σαν αντιαρματικά κωλύματα.
Τέτοια εμπόδια είχαν βάλει στην Αχιλλέως, στη Μεγάλου Αλεξάνδρου και χαμηλά στη Λένορμαν, ενώ είχαν αφήσει ελεύθερους τους άλλους δρόμους και τοποθέτησαν δύο αντιαρματικά των 37 mm.
Το ένα στην οδό Πλάτωνος και το άλλο στη Μοναστηρίου να διασταυρώνουν τα πυρά τους και να «βλέπουν» τους κάθετους δρόμους της Αχιλλέως: Πλαταιών, Σαλαμίνος, Θερμοπυλών, Μαραθώνος, Μυλλέρου, Γιατράκου.
Είχαν ανατινάξει δε όλα τα σπίτια στη γωνία Κολωνού και Αχιλλέως για οδοφράγματα.
Πίσω από την Κωνσταντινουπόλεως με τα μεγάλα σπίτια ήταν το σημείο απυρόβλητο, δεν το έπιαναν όπλα ευθυτενούς τροχιάς, και μπορούσαμε να πηγαίνουμε εμείς να παίζουμε.
Μετά τις 26 Δεκεμβρίου τα εγγλέζικα άρματα άρχισαν να κάνουν διεισδύσεις. Όχι όμως μεγάλα άρματα, αλλά αυτά που λέγαμε «κάριες» (Bren Carriers) με ένα Bren πάνω, μικρά ερπυστριοφόρα.
Αυτά βασίζονταν κυρίως στην ταχύτητά τους. Από την Πλαταιών και τη Σαλαμίνος γίνονταν κυρίως οι διεισδύσεις.
Αλλά αυτά τα «αρματάκια» δεν προλάβαιναν να φτάσουν μέχρι κάτω γιατί οι ΕΛΑΣίτες τα καίγανε με μπουκάλια βενζίνης.
Έτσι καταστράφηκαν τέσσερα και δεν ξαναεμφανίστηκαν ώσπου στις 2 ή 3 του Γενάρη εμφανίστηκαν στην Πλαταιών δύο Sherman.
Καταστράφηκαν επί τόπου και τα δύο από το αντιαρματικό.
Κατέβηκαν τότε άλλα οχήματα και τα ρυμούλκησαν. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν άλλα δύο άρματα, βαρύτερα από τα πρώτα.
Το πρώτο από αυτά πρόλαβε και εξουδετέρωσε το ένα αντιαρματικό αφού διαμέλισε τους χειριστές και το τίναξε 100 μέτρα μακριά. Ομως το άλλο αντιαρματικό του έριξε, το πέτυχε στο κανόνι και του τίναξε τον πυργίσκο.
Χτύπησε και το δεύτερο άρμα στην ερπύστρια, όμως εκείνο πρόλαβε να γυρίσει το κανόνι και διέλυσε αντιαρματικό και πλήρωμα.
Όλη τη νύχτα της 3ης προς 4η χτυπούσαν ασταμάτητα οι όλμοι. Χαμός! Τη Θερμοπυλών την έσκαψαν ολόκληρη.
Τα πεζοδρόμια είχαν διαλυθεί, όλμοι έπεφταν μέσα στα σπίτια και είχαμε χωθεί στα υπόγεια. Παραδόξως εκείνη την ημέρα δεν έγινε ανάπαυλα όπως συνήθως.
Μετά αρχίζουν δύο άρματα να κατεβαίνουν τη Θερμοπυλών. Γύρω φωλιές ΕΛΑΣιτών, σε κεραμίδια, παράθυρα, παντού…
Γύρω στις 14.00-14.30 ακούω ένα χτύπημα και μια ριπή στη σιδερένια δίφυλλη εξώπορτα του σπιτιού (Θερμοπυλών 71).
Ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν 10 Εγγλέζοι αλεξιπτωτιστές, κοκκινοσκούφηδες. Οι μισοί είχαν αυτόματα Thompson και οι άλλοι μισοί τυφέκια –ένα στα πέντε με διόπτρα.
Με φωνές μας έβγαλαν όλους έξω στο δρόμο. Μας έστησαν στην άκρη στο πεζοδρόμιο. Έτσι έκαναν σε όλους τους δρόμους.
Όλους τους άντρες που φαίνονταν μάχιμοι, τους έπαιρναν και με συνοδεία εθνοφυλάκων που ακολουθούσαν, τους έστελναν σε ένα μεγάλο κτίριο στην Πλαταιών, με κίονες ιωνικού ρυθμού, κοντά στη Μεγάλου Αλεξάνδρου που προπολεμικά ήταν η έφιππη χωροφυλακή του βασιλιά.
Πριν ξεκινήσουν οι μάχες το είχαν φυλάκιο οι ΕΛΑΣίτες. Και από εκεί στην Ελ-Ντάμπα. Πήραν και τον θείο μου και όλους τους άνδρες απ’ εκεί που κρυβόμασταν.
Πήγε να επέμβει η θεία μου, την χτύπησε ο Εγγλέζος με τον υποκόπανο. Μας έκαναν και το άλλο: μας έβαζαν ασπίδα για τους ελεύθερους σκοπευτές οι οποίοι τους έκαναν μεγάλη ζημιά (τους ξάπλωναν σαν μπεκάτσες…).
Ένας μοτοσικλετιστής, θυμάμαι, πέρασε από τη Θερμοπυλών, έφαγε μια σφαίρα στο κεφάλι και έπεσε κάτω, δίπλα στην πόρτα μου. Τον άρπαξαν και έφυγαν αμέσως, ούτε πρόλαβε να ματώσει το πεζοδρόμιο.
Έπεσαν πρηνηδόν οι στρατιώτες και εκείνη την ώρα, μπροστά στα μάτια μου, πετάχτηκαν επτά ΕΛΑΣίτες από το διπλανό μου σπίτι (στον αριθμό 73) να περάσουν στη Θεσπιέων. Έτρεχαν και πυροβολούσαν.
Ο έβδομος, ο τελευταίος, δεν πρόλαβε, τον γάζωσαν. Από πάνω από τα κεραμίδια οι άλλοι ΕΛΑΣίτες συνέχιζαν να ρίχνουν. Οι Εγγλέζοι από κάτω με τα αυτόματα έβαλλαν.
Ένας μόνο ΕΛΑΣίτης από τα κεραμίδια σκότωσε δύο επί τόπου, τον έναν μετά τον άλλον αλλά τον εντόπισαν και τον σκότωσαν. Έσκασε στο δρόμο σαν πάπια.
Η μάχη συνεχιζόταν…Οι έξι αντάρτες που γλίτωσαν κλείστηκαν σε ένα γωνιακό σπίτι στη Θεσπιέων. Βγήκαν έξω με τα χέρια ψηλά και οι κοκκινοσκούφηδες τους γάζωσαν με τα αυτόματα.
Στο οίκημα του Λεμπέση, γωνία Αχιλλέως, ήταν ΕΛΑΣίτες και πολεμούσαν ακόμα. Κλείστηκαν όμως από τα τανκς –ουλαμός ολόκληρος – που είχαν κλείσει την Παραμυθίας και παραδόθηκαν.
Ήταν 10 γενειοφόροι μαυροσκούφηδες οι οποίοι βγήκαν έξω με τα χέρια ψηλά. Βγήκε κι ένας Εγγλέζος, άφησε ένα λεπτό να περάσει και έδωσε σύνθημα και τους εκτέλεσαν κι αυτούς.
Όποιον ένοπλο έπιαναν οι Εγγλέζοι, τον καθάριζαν επί τόπου. Δεν έπιασαν ούτε έναν αιχμάλωτο…».
Συνέντευξη Αθανασίου Γιαννόπουλου στον N. Γιαννόπουλο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: