Γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1978 στη Λευκωσία, αλλά κατάγεται από την Κερύνεια. Η μουσική ήταν το πάθος του από τα παιδικά του χρόνια.
Ήταν ένα ήσυχο, μαζεμένο παιδί «στον κόσμο του» που έβρισκε καταφύγιο στην κιθάρα.
Αν και δεν είχε ιδέα τι σημαίνει «καλλιτέχνης» και δεν μπορούσε να ονειρευτεί μία τέτοια πορεία, ωστόσο η μουσική για τον ίδιο υπήρξε μονόδρομος.
Οι γονείς του παντρεύτηκαν μία εβδομάδα πριν την εισβολή. Ο πατέρας του πολέμησε ενάντια στους Τούρκους και είχε εξαφανιστεί για κάποιους μήνες. Όλοι τον θεωρούσαν αγνοούμενο.
Το πρώτο τραγούδι που ερμήνευσε σε αντικατοχική διαδήλωση, ήταν το «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη».
Τα χρόνια μετά την εισβολή, ήταν σκληρά, αφού οι γονείς του ως πρόσφυγες βίωσαν όλες τις τραγικές συνέπειες. Στα 9 του, ο πατέρας του που επέστρεψε στο σπίτι, του έκανε μία κιθάρα δώρο. Στα 12 γράφτηκε σε Ωδείο.
Πέντε χρόνια αργότερα, πήρε μέρος στον τηλεοπτικό διαγωνισμό «Αφετηρίες», αντίστοιχο του «Να η ευκαιρία».
Το κοινό καταγοητεύεται και αυτή ήταν η αρχή για την πετυχημένη καριέρα που ακολούθησε.
Ένα χρόνο αργότερα, στα 15 του κάνει τον πρώτο του πλατινένιο δίσκο με τίτλο «Σενάριο».
Ακολουθούν άλλοι δύο δίσκοι μέχρι την αποφοίτησή του από το Λύκειο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ (Δασούπολης).
Το 1998, εκπροσώπησε την Κύπρο στο διαγωνισμό της Eurovision κερδίζοντας την 11η θέση με το τραγούδι «Γένεσις».
Η Αθήνα του ήταν άγνωστη και αποτελούσε ένα όνειρο ζωής.
Μόλις απολύθηκε από τον στρατό, απογειώθηκε για την πρωτεύουσα και μόλις αντίκρισε την Βασιλίσσης Σοφίας σκέφτηκε: «Μα, ποιο Μανχάταν!».
Απ’ εκεί και πέρα, ο νέος τραγουδιστής σημειώνει μόνο επιτυχίες στον χώρο της ελληνικής δισκογραφίας.
Αν δεν γινόταν μουσικός μάλλον θα προτιμούσε να γινόταν φιλόλογος όπως η μητέρα και η αδελφή του ή δικηγόρος στην Green Peace.
Είναι ο Μιχάλης Χατζηγιάννης.
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: «Στην Αθήνα αν καβαλήσεις το καλάμι εγώ πρώτος θα σ’ αρνηθώ». Με αυτά τα λόγια του πατέρα του, ο νεαρός με την κιθάρα έφυγε από τη Λεμεσό για την Αθήνα όπου διέπρεψε. Τον αναγνωρίζετε;