Έχει χιλιοτραγουδηθεί από γνωστούς καλλιτέχνες και από όλο τον λαό. Έχει αποτελέσει ένα από τα τραγούδια που σηματοδοτούν μία ολόκληρη ιστορική εποχή και έχει αποτελέσει την αφορμή για τη δημιουργία κινηματογραφικής ταινίας. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή», όπως κάθε τραγούδι θρύλος, έχει δημιουργήσει μία σειρά από ιστορίες σχετικά με τη δημιουργία της.
Της Ιλιάνας Κουλαφέτη
Προϊόν της κατοχής ή ποδοσφαιρική έμπνευση;
Ως πιο έγκυρη εκδοχή φέρεται να είναι η ιστορία που ο ίδιος ο Τρικαλινός συνθέτης διηγείτο στις συνεντεύξεις του σχετικά με τη σύλληψη και τη σύνθεση του κομματιού. Η εκδοχή αυτή σχετίζεται με την περίοδο της Κατοχής και τις μαύρες εικόνες που αντίκρυζε και ο ίδιος και ο κόσμος στους δρόμους και την κατάσταση που βίωνε, που μόνο «συννεφιά» μπορούσε να φέρει στις ζωές του.
«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι είδα τόπους τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι. Ο πρώτος του τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή»» αφηγείται ο δημιουργός το 1972 στον Γιώργο Λιάνη και στο περιοδικό «Επίκαιρα».
Έναν χρόνο αργότερα, στον Γιώργο Πηλιχό και στα «ΝΕΑ» δίνει περισσότερες λεπτομέρειες: «To ζοφερό κλίμα της Κατοχής που μου είχε εμπνεύσει τους στίχους του τραγουδιού μού ενέπνευσε και τη μουσική του… Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία που μας έδερνε όλους εκείνη την εποχή της Κατοχής, όλο για την απελπισία να μιλάνε οι νότες». Μάλιστα την εκδοχή αυτή, στηρίζει ο συνθέτης και το 1979 σε μία τρίτη συνέντευξη με τον Χατζηδουλή, αναφέροντας: «Κατά την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μού ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη «συννεφιά» της κατοχής και την απελπισία που μας έδερνε όλους».
Η δεύτερη εκδοχή, ήρθε κι ανέτρεψε τα δεδομένα το 1992, προερχόμενη από την Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, ο οποίος τονίζει πως η αλήθεια απέχει πολύ από την πιο πάνω ιστορία. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης. Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λαρίσης κι ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους. Ο Τσιτσάνης έκανε μια διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Ούτε κατοχές, ούτε σκοτωμένα παλικάρια».
Η αλήθεια κάπου στη μέση
Αν και ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν απάντησε στο δημοσίευμα του Σχορέλη, παρ’ όλα αυτά σε μετέπειτα συνέντευξη του στον Γεραμάνη, παραδέχτηκε ότι οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με το φίλο του Αλέκο Γκούβερη από τη Λάρισα. Τέλος στο αφιέρωμα του «Ταχυδρόμου» για τα εικοσάχρονα από το θάνατο του Τσιτσάνη, ο Χατζηδουλής δημοσίευσε μία σημαντική και διαφωτιστική «δήλωση» του Γκούβερη, γραμμένη στην Αθήνα στις 17.9.1947, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος λέει: «συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός και μόνο κουπλέ». Στο ίδιο τεύχος ο Χατζηδουλής προσθέτει και ένα νέο στοιχείο, ότι η ποδοσφαιρική ομάδα Α.Ε. Λαρίσης είχε δημιουργηθεί αρκετά χρόνια μετά το γράψιμο της «Συννεφιασμένης Κυριακής».
Ο τίτλος
Κι επειδή, οι λεπτομέρειες και οι εκδοχές δεν σταματάνε μόνο στη σύλληψη και τη σύνθεση του τραγουδιού, πηγές αναφέρουν πως ο Βασίλης Τσιτσάνης εμπνεύστηκε τον τίτλο από κομμάτι “Gloomy Sunday” του Rezso Seress, κομμάτι το οποίο γράφτηκε το 1933, ενώ ο αρχικός τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή».
Πηγές:
Ελληνικό, Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο
Τάσος Σχορέλης, Ρεμπέτικη Ανθολογία, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα, 1992
Σάκης Πάπιστας, Το στιχουργικό έργο του Λαϊκού δημιουργού Βασίλη Τσιτσάνη