Η Αγκάθα Μαίρη Κλαρίσα Μίλερ γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1890 στο Τόρκεϊ, νοτιανατολικά της Αγγλίας. Ήταν το τρίτο παιδί μιας μεσοαστικής οικογένειας που δεν πήγε σχολείο, αλλά έκανε μαθήματα στο σπίτι με τον Αμερικανό πατέρα της. Στην Αγκάθα άρεσαν πολύ τα παραμύθια που έλεγαν τότε οι γονείς στα παιδιά τους και από πέντε χρόνων έμαθε να διαβάζει για να μπορεί να αποστηθίζει τις ιστορίες.
Τα παιδικά της χρόνια ήταν γεμάτα παιχνίδια και ανεμελιά. Ο πατέρας της, μετά από αρκετά καρδιακά επεισόδια, πέθανε όταν η Αγκάθα ήταν 11 ετών.
Η μητέρα της έδωσε ένα συγκλονιστικό αγώνα για να ξεπεράσει τις οικονομικές δυσκολίες και να πληρώσει τα έξοδα για να σπουδάσει μετά τα 15 της, φωνητική και πιάνο στο Παρίσι.
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Το 1912 η Αγκάθα γνώρισε τον Άρτσι Κρίστι, τον άντρα που δύο χρόνια αργότερα έγινε ο πρώτος της σύζυγος και με τον οποίο απέκτησε μία κόρη, την Ρόζαλιντ. Ο Άρτσι πολέμησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως αεροπόρος. Η Αγκάθα ήταν εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού, με έδρα την γενέτειρά της στην Αγγλία. Η ζωή τους των νεόνυμφων ουσιαστικά ξεκίνησε με το τέλος του πολέμου, τότε που ο Άρτσι επέστρεψε στο Λονδίνο.
Ηρακλής Πουαρό
Από τα 18 της η Αγκάθα έγραφε μικρές ιστορίες. Από τη μία για να γεμίσει τον χρόνο της και για να ξεφύγει από τη βαρετή εργασία της.
Από την άλλη, ήθελε να αποδείξει στη μεγαλύτερη αδερφή της πως είναι ικανή να γράψει μια καλή αστυνομική υπόθεση.
Το 1919 έκανε το ντεμπούτο της στα γράμματα με το βιβλίο: Το μυστήριο πρόβλημα στο Στάιλς.
Εκεί κάνει την παρθενική του εμφάνιση ο ευφυής ντετέκτιβ, Ηρακλής Πουαρό, που θα πρωταγωνιστήσει σε περισσότερες από 35 αστυνομικές ιστορίες.
Η Κρίστι εμπνεύστηκε τον χαρακτήρα του Βέλγου ερευνητή κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο, πολλοί Βέλγοι πολίτες για να σωθούν και να αποφύγουν τις συνέπειες του πολέμου, ήρθαν στην Αγγλία ως πρόσφυγες.
Ενός Βέλγος πρόσφυγας, πρώην αστυνομικός, θα ήταν εξαιρετικός ντετέκτιβ για να λύσει το μυστήριο πρόβλημα στο Στάιλς, που ετοίμαζε η Αγκάθα Κρίστι.
Η εξαφάνιση της Αγκάθα
Η επιτυχία που γνώρισαν τα πρώτα μυθιστορήματα της Αγκάθα ήταν σημαντική.
Η οικογένεια της μετακόμισε σε επιπλωμένο σπίτι στο Λονδίνο και η Αγκάθα με τον σύζυγο της ξεκίνησαν ένα μεγάλο ταξίδι για να προωθήσουν τα βιβλία της.
Τα προβλήματα όμως για την Αγκάθα ξεκίνησαν μετά το ταξίδι. Η μητέρα της πέθανε κι ο Άρτσι της ζήτησε διαζύγιο. Ήταν ερωτευμένος με μία οικογενειακή τους φίλη.
Ένα βράδυ, η Αγκάθα, άφησε την κόρη της στην νταντά και έφυγε χωρίς να πει πού πάει.
Το αυτοκίνητο της Αγκάθα βρέθηκε την επόμενη μέρα εγκαταλελειμμένο.
Αμέσως ξεκίνησε έρευνα για τον εντοπισμό της. Τελικά η Αγκάθα βρέθηκε έπειτα από 11 μέρες.
Βρισκόταν σε μια ξενοδοχειακή μονάδα με ιαματικά λουτρά.
Αν και είχε κάνει κράτηση με άλλο όνομα, το προσωπικό του ξενοδοχείου την αναγνώρισε και κάλεσε την οικογένεια της.
Η Αγκάθα, ίσως από το χτύπημα με το αμάξι της, δεν θυμόταν τίποτα.
Ούτε τον σύζυγό της, ούτε πώς βρέθηκε στα ιαματικά λουτρά.
Όταν επέστρεψε πίσω στο Λονδίνο, δεν ανέφερε ποτέ ξανά αυτό το γεγονός.
Νέο ξεκίνημα με νέο άντρα
Η συγγραφέας συνειδητοποίησε ότι ο γάμος της έληξε οριστικά το 1928 όταν εκδόθηκε και επίσημα το διαζύγιο.
Η καλύτερη λύση ήταν η φυγή. Με την κόρη της ταξίδεψε στα Κανάρια νησιά.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν γεμάτα ταξίδια και γνωριμίες.
Σε ένα από αυτά, γνώρισε και τον δεύτερο σύζυγό της, τον Μαξ Μαλόουαν. Παντρεύτηκαν το 1930.
Ο Μαξ ήταν αρχαιολόγος και έτσι η Αγκάθα στην αρχή είχε την ευκαιρία να τον συνοδέψει στα ταξίδια του στη Μέση Ανατολή.
Άλλωστε, η αρχαιολογία ήταν κάτι που πάντα την ενδιέφερε.
Η Αγκάθα ήταν απαιτητική και απόλυτη σχετικά με τη συγγραφή των βιβλίων. Είχε θέσει στον εαυτό της κανόνα να ολοκληρώνει δύο με τρία βιβλία τον χρόνο.
Τα πρωινά αφοσιωνόταν στο συγγραφικό της έργο και τα απογεύματα βοηθούσε τον σύζυγό της στις αρχαιολογικές περιπέτειες. Το στοιχείο της Μέση Ανατολής είναι αρκετά έντονο σε βιβλία της όπως το Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές και Φόνος στη Μεσοποταμία.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο Μαξ βρισκόταν στη Μέση Ανατολή και η Αγκάθα στην Αγγλία.
Καθώς δεν μπορούσε να τον επισκεφτεί στα χρόνια του πολέμου, η Αγκάθα αφοσιώθηκε περισσότερο στην συγγραφή ιστοριών μυστηρίου.
Μεγάλες επιτυχίες όπως το Δέκα Μικροί Νέγροι και το Πτώμα στην Βιβλιοθήκη ολοκληρώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’40.
Το θάλλιο
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αγκάθα επέστρεψε στην Αγγλία και εργάστηκε σε ένα πανεπιστημιακό φαρμακείο.
Εκεί έμαθε σχεδόν τα πάντα γύρω από την παρασκευή δηλητηρίων.
Φυσικά στα βιβλία της πολλά μυστήρια βασίστηκαν στις γνώσεις που απέκτησε για τα δηλητήρια και τις δραστικές ουσίες των φαρμάκων.
Μάλιστα, η λεπτομέρεια στον τρόπο περιγραφής των δηλητηρίων ήταν τόσο αναλυτική και κατανοητή, που μετά τον θάνατο της, μέσα από τα βιβλία της βρέθηκε η λύση σε ένα έγκλημα.
Ένα κοριτσάκι είχε αρρωστήσει και κανείς γιατρός δεν μπορούσε να εξηγήσει τι έφταιγε.
Μία από τα νοσοκόμες του παιδιού, εκείνο τον καιρό διάβαζε το Ωχρό Άλογο της Αγκάθα Κρίστι.
Στο βιβλίο ο χαρακτήρας είχε δηλητηριαστεί από θάλλιο.
Το παιδί, εμφάνισε πολλά από τα συμπτώματα που προκαλεί αυτό το χημικό στοιχείο.
Έτσι, η νοσοκόμα πρότεινε να εξετάσουν τα επίπεδα θαλλίου.
Το μικρό κορίτσι είχε στον οργανισμό της θάλλιο 10 φορές περισσότερο από το επιτρεπτό!
«Βασίλισσα του Εγκλήματος»
Στις δεκαετίες του ‘50 και του ’60, η Αγκάθα ασχολήθηκε με την συγγραφή θεατρικών έργων.
Το έργο της, η «Ποντικοπαγίδα», είναι το θεατρικό, με τις περισσότερες παραστάσεις στην Βρετανία.
Η Αγκάθα πήρε το προσωνύμιο «Βασίλισσα του Εγκλήματος».
Ο λόγος: Το στήσιμο όλων των υποθέσεων της είναι εξαιρετικό.
Από τη διάπραξη του εγκλήματος, τους πιθανούς υπόπτους και τα κίνητρα τους, μέχρι την επίλυση και την σύλληψη του υπόπτου.
Χαρακτηριστική είναι και η αποκάλυψη του δολοφόνου.
Στα βιβλία της, ο Πουαρό, αφού είχε συλλέξει όλα τα δεδομένα, μάζευε όλους τους υπόπτους σε ένα δωμάτιο και αποκάλυπτε τον δολοφόνο αφήνοντας τις ανατροπές στο τέλος.
Αν και ο πιο γνωστός της λογοτεχνικός χαρακτήρας είναι ο Ηρακλής Πουαρό, η Αγκάθα έγραψε ιστορίες με πρωταγωνιστές και άλλους ντετέκτιβ, εκ των οποίων η Μις Τζέιν Μάρπλ, αλλά και το ζευγάρι Τόμι και Τούπενς.
Τα τελευταία χρόνια χαλάρωσε στο γράψιμο και πέρασε τον καιρό της δίπλα στους αγαπημένους της.
Η Αγκάθα έγραψε επίσης και βιβλία ρομαντικού περιεχομένου, με το ψευδώνυμο Μαίρη Ουέστμακοτ.
Η τελευταία δημόσια εμφάνισή της έγινε το 1974, στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές. Αν και η ταινία άρεσε στην Αγκάθα, το μόνο της παράπονο ήταν ότι το μουστάκι του Ηρακλή Πουαρό δεν ήταν τόσο «πλούσιο», όσο το φανταζόταν.
Πέθανε από φυσικά αίτια στις 12 Ιανουαρίου του 1976, αφήνοντας μια τεράστια κληρονομιά στο είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος κι έχοντας πουλήσει πάνω από δύο δισεκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.