Γεννήθηκε στη Νορβηγία το 1863.
Η απώλεια της μητέρας του 1868 από φυματίωση ενίσχυσε τις μοιρολατρικές, καλβινιστικές τάσεις του πατέρα του, Κρίστιαν, που τις πέρασε και στα παιδιά του.
Ο Έντβαρντ φοβόταν τόσο πολύ τον θάνατο που ξυπνούσε τη νύχτα με το φόβο πως πέθανε.
Κάθε χειμώνα υπέφερε από πυρετούς και βρογχίτιδα. Στα 13 του χρόνια άρχισε να φτύνει αίμα.
Ο ίδιος τα κατάφερε, αλλά η αδελφή του η Σόφι δεν ήταν τόσο τυχερή. Στα 15 της χρόνια πέθανε από φυματίωση.

Όταν η ζωή δεν σου βγαίνει, κάνε τέχνη

Ο Μουνχ δεν είχε πολλά περιθώρια διαφυγής από την αθλιότητα του σπιτιού του.
Μία από τις απολαύσεις του ήταν να σχεδιάζει με κομμάτια κάρβουνο καθισμένος στο τζάκι.

Έντβαρντ Μουνχ
Έντβαρντ Μουνχ

Όμως ο Κρίστιαν θεωρούσε τους καλλιτέχνες άθεους μποέμ και φρόντισε να μαθητεύσει ο γιος του ως μηχανικός.
Ένα χρόνο αργότερα, και παρά τη λυσσαλέα αντίθεση του πατέρα του, ο Μουνχ γράφτηκε στο Νορβηγικό Ινστιτούτο Καλών Τεχνών.
Εκεί συναναστράφηκε τα πλέον ριζοσπαστικά στοιχεία στην τέχνη.
Αναμείχθηκε επίσης με μία ομάδα μποέμ που διάβαζαν Νίτσε και συνηγορούσαν υπέρ της αυτοκτονίας.

Eίχε σχέση με μια παντρεμένη κι άρχιζε το ποτό μόλις ξυπνούσε για να φύγει το μεθύσι της προηγούμενης μέρας.

Το 1885 άρχισε το πρώτο του αριστούργημα, «Το Άρρωστο Παιδί», που έδειχνε την αδελφή του Σόφι στο νεκροκρέβατό της.
Ενώ εργαζόταν έτρεχαν δάκρυα στο πρόσωπό του, δίνοντάς του μια ιδέα.
Έριξε στο μουσαμά διαλυτικό χρώματος για να σχηματιστούν ρυτιδώσεις.
Εξέθεσε τον πίνακα το 1886, όμως το έργο αποδοκιμάστηκε.
Τον Νοέμβριο του 1889, ο πατέρας του πέθανε, ρίχνοντάς τον σε απελπισία.
Στο ημερολόγιό του έγραψε: «Ζω με τους νεκρούς». Σκεφτόταν την αυτοκτονία.

Κραυγή σε μουσαμά

Σε λίγα χρόνια δέχτηκε πρόσκληση από την Ένωση Καλλιτεχνών Βερολίνου για να κάνει ατομική έκθεση.
Η υποδοχή ήταν αρνητική ως συνήθως. Η Ένωση συνεδρίασε εκτάκτως και ψήφισε να σταματήσει την έκθεση, αλλά τα νεότερα μέλη διαμαρτυρήθηκαν και δημιούργησαν τη Βερολινέζικη Απόσχιση. Ο Μουνχ δήλωσε ότι ήταν «ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί».

Η Κραυγή
Η Κραυγή

Παρέμεινε στη Γερμανία, απολαμβάνοντας την εκτίμηση των φίλων του.
Εξακολούθησε να ζωγραφίζει το θέμα που γνώριζε καλύτερα: το μαρτύριο.
Το 1893 ξεκίνησε το γνωστότερο έργο του.

Έγραψε στο ημερολόγιό του την ανάμνηση ενός περιπάτου, μερικά χρόνια πριν:

«Περπατούσα στο δρόμο με δύο φίλους. Ο ήλιος έδυσε. Ξαφνικά ο ουρανός έγινε αίμα κι ένιωσα την πνοή της θλίψης. Σταμάτησα, ακούμπησα στο φράχτη, πτώμα στην κούραση. Τα σύννεφα πάνω από το φιορδ έσταζαν άφθονο αίμα. Οι φίλοι μου συνέχισαν, αλλά εγώ έμεινα να τρέμω με μία ανοιχτή πληγή στο στήθος μου. Άκουσα μια τεράστια, απίστευτη κραυγή να διαπερνά τη φύση».

Η «Κραυγή», όπως ονομάστηκε ο πίνακας, είναι μία εκπληκτική έκφραση υπαρξιακής φρίκης.
Ο πίνακας έγινε μέρος μιας σειράς γνωστής ως «Η Ζωοφόρος της Ζωής».
Αν και επιδιώκει να δείξει μια παγκόσμια «ζωή της ψυχής, η σειρά είναι επίσης αυτοβιογραφική, περιλαμβάνοντας τους θανάτους του πατέρα και της αδελφής του, καθώς και τη δική του σχεδόν θανατηφόρα εμπειρία και σκηνές από ερωτικές σχέσεις.

Η ερωμένη του Μουνχ

Ο Μουνχ πάντα ήλκυε τις γυναίκες. Οι φίλοι του τον θεωρούσαν τον «ωραιότερο άντρα στη Νορβηγία».
Οι σχέσεις του ήταν περίπλοκες, κάτι που αντικατοπτρίζεται στα έργα του, όπου οι γυναίκες πότε είναι εύθραυστες και αθώες και πότε βαμπίρ που ρουφούν τη ζωή.
Η πιο «βαμπιρική» όλων ήταν η Τούλα Λάρσεν, η 29χρονη κληρονόμος πλούσιας οικογένειας.
Γνωρίστηαν το 1898 κι άρχισαν μια σχέση, αλλά όταν ο Μουνχ προσπάθησε να την αφήσει, αποκαμωμένος από την κτητικότητά της, εκείνη τον ακολούθησε σ’ όλη την Ευρώπη. Κατάφερε να της ξεφύγει για δυο χρόνια, όμως η Λάρσεν τον βρήκε σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό και πήγε να μείνει σ’ ένα σπίτι κοντά του.

Η δολοφόνος. 1906
Η δολοφόνος. 1906

Μια νύχτα, ο Μουνχ έλαβε γράμμα που τον ειδοποιούσε ότι εκείνη είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας.
Τη βρήκε στο υπνοδωμάτιο της υγιέστατη. Ο Μουνχ της εξήγησε ότι δεν μπορούσαν να είναι μαζί, αλλά η Λάρσεν έβαλε τα κλάματα.
Ξαφνικά ο Μουνχ βρέθηκε με το όπλο στο χέρι.
Δεν είναι γνωστό ποιος πάτησε τη σκανδάλη, αλλά υπήρξε ένας πυροβολισμός και μια σφαίρα διέλυσε το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού.
Έγινε καλά, όμως το χέρι του παρέμεινε παραμορφωμένο.

Ο Μουνχ και ο Χίτλερ

Έντβαρντ Μουνχ
Έντβαρντ Μουνχ

Τη δεκαετία του ’30, οι Ναζί στη Γερμανία επιχείρησαν «μεταρρυθμίσεις» στην τέχνη.
Ο αποτυχημένος σπουδαστής Καλών Τεχνών, Αδόλφος Χίτλερ, θεωρούσε όλη τη «μοντέρνα» τέχνη ατελή, αλλά και πηγή διαφθοράς.
Το 1937, ο Φύρερ διέταξε να αποσυρθούν από τα γερμανικά κι αυστριακά μουσεία όλα τα μοντέρνα έργα.
Μια επιλογή δειγμάτων «παρακμιακής» τέχνης εκτέθηκε τον Ιούνιο του 1937, στην πιο εκπληκτική παράθεση μοντέρνων έργων που έγινε ποτέ.
Πίνακες των Βαν Γκογκ, Ματίς, Πικάσο και Μουνχ στριμώχτηκαν κρεμασμένοι σε αλλόκοτες γωνίες και συνοδευόμενοι από γραπτές προσβολές με την υπογραφή κορυφαίων Ναζί.
Η έκθεση προσέλκυσε τεράστια πλήθη. Δύο εκατομμύρια επισκέπτες μόνο στο Μόναχο.

Με την ταμπέλα το παρακμιακού, ο Μουνχ φοβήθηκε για τη ζωή του, όταν οι γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Νορβηγία τον Απρίλιο του 1940.
Ωστόσο, οι Ναζί επεδίωξαν να κερδίσουν την εύνοιά του. Τον κάλεσαν να συμμετάσχει σε μια τιμητική οργάνωση Νορβηγών καλλιτεχνών, αλλά αρνήθηκε.
Αργότερα, τον διέταξαν να εγκαταλείψει το σπίτι, αλλά η διαταγή δεν εφαρμόστηκε.
Φοβισμένος, εξακολούθησε να ζωγραφίζει, κυρίως αυτοπροσωπογραφίες και τοπία.
Πέθανε στις 23 Ιανουαρίου 1944, λίγο μετά τα 80α του γενέθλια.

 

ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here