Τον Νοέμβριο του 2006 ένα πολλαπλό έγκλημα συγκλόνισε ολόκληρη την Ελλάδα.
Πέντε νέοι άντρες που είχαν βγει για κυνήγι σε μια περιοχή του Αγρινίου δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ.
Ήταν οι Λάμπρος Αντρέσσας (33 ετών), Βασίλης Νικολόπουλος (23 ετών), Χρήστος Νικολόπουλος (21 ετών), Αλέξιος Νικολόπουλος (17 ετών), Ηλίας Πίππας (32 ετών ).
Δράστες ήταν ο Διονύσης Φούκας και ο γιος του Λυσίμαχος.
Μακελειό χωρίς σοβαρό λόγο
Το άγριο μακελειό δεν είχε καμία αιτία.
Την ώρα που οι πέντε κυνηγοί είχαν σκορπιστεί στην περιοχή, χωρίς μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο, έγιναν αντιληπτοί από έναν κτηνοτρόφο.
Όταν αυτός παρατήρησε ότι βρίσκονταν κοντά στο βοσκότοπο του Λυσίμαχου Φούκα και ότι τα πρόβατά του μπορεί να κινδύνευαν, έσπευσε να τον ενημερώσει.
Παρών ήταν και ο γιος του, Διονύσης Φούκας.
Πατέρας και γιος πήραν τις καραμπίνες τους και πήγαν να δουν τι συνέβαινε.
Ο κτηνοτρόφος που τους ειδοποίησε ήταν εξαγριωμένος και όπως υποστήριξαν οι αγρότες, κατάλαβαν ότι είχε ήδη τσακωθεί με τους κυνηγούς.
Όταν έφτασαν στον βοσκότοπό τους δεν βρήκαν κανέναν εκεί.
Ο πατέρας έμεινε για να κάνει κάποιες δουλειές και ο γιος έφυγε για να πάει σε ένα καρτέρι για μπεκάτσες.
Πριν προλάβει να απομακρυνθεί, ο Διονύσης Φούκας, άκουσε φωνές.
Ήταν ο πατέρας του που μάλωνε με τους κυνηγούς, επειδή κάποιοι από αυτούς πάταγαν πάνω στις ποριές (φράχτες με κλαδιά και άλλα εμπόδια) και υπήρχε κίνδυνος να τις καταστρέψουν.
Ο Διονύσης γύρισε πίσω και σύντομα άναψε ο καυγάς με τους κυνηγούς.
Όπως ισχυρίστηκαν πατέρας και γιος στις μετέπειτα καταθέσεις τους, οι κυνηγοί άρχισαν πρώτοι να βρίζουν και να απειλούν, ενώ ένας από αυτούς έστρεψε το όπλο του προς τον Διονύση απειλώντας να τον τουφεκίσει.
Κανείς δεν έμαθε αν το εννοούσε, γιατί τελικά ο Διονύσης άνοιξε πρώτος πυρ και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είχε ξεκληρίσει και τους πέντε κυνηγούς.
Οι λεπτομέρειες της υπόθεσης δεν εξακριβώθηκαν ποτέ, καθώς δεν υπήρχαν μάρτυρες παρά μόνο οι δράστες.
Πατέρας και γιος ήθελαν να γλιτώσουν ο ένας τον άλλον
Οι δυο άντρες είχαν διαπράξει ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην Ελλάδα.
Μετά τις δολοφονίες, επέστρεψαν στα σπίτια τους, ήρεμοι σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Ο Διονύσης διαπίστωσε πως κατά την ανταλλαγή πυρών είχε τραυματιστεί κοντά στη μασχάλη και τα ρούχα του ήταν ματωμένα. Έτσι τα έβγαλε και τα πέταξε στον βόθρο.
Πατέρας και γιος πήγαν στο καφενείο και την επόμενη μέρα έκαναν τις δουλειές τους κανονικά.
Οι συγγενείς των θυμάτων όμως είχαν αρχίσει να τους αναζητούν.
Ειδικά ο πατέρας του Αλέξη Νικολόπουλου, ήταν σίγουρος ότι κάτι κακό είχε συμβεί, καθώς είχε δεχτεί ένα τηλεφώνημα από τον γιο του, ο οποίος πρόλαβε μόνο να φωνάξει «πατέρα».
Ψάχνοντας στην περιοχή, οι συγγενείς, εντόπισαν πρώτα το φορτηγό- κλούβα που είχαν παρκάρει οι κυνηγοί και στη συνέχεια άρχισαν να ανακαλύπτουν ένα, ένα τα πτώματα!
Το συγκλονιστικό γεγονός μαθεύτηκε γρήγορα και η περιοχή σφραγίστηκε από την αστυνομία, ενώ παράλληλα γέμισε από δημοσιογράφους και από κατοίκους που ήθελαν να δουν τι είχε συμβεί.
Ανάμεσα στους «περίεργους» ήταν και ο Διονύσης Φούκας ο οποίος ζητούσε επίμονα την τιμωρία των δραστών φωνάζοντας μάλιστα ότι πρέπει να τιμωρηθούν με θάνατο.
Δείτε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ με τον δολοφόνο ατάραχο μπροστά στους δημοσιογράφους και τις κάμερες να δηλώνει ότι την ημέρα του εγκλήματος δεν βρισκόταν καν στον βοσκότοπο. Οι ρεπόρτερ έχουν ήδη πληροφορίες από την αστυνομία ότι είναι ύποπτος και υποβάλουν αντίστοιχες ερωτήσεις:
Μετά από έρευνες της αστυνομίας, συνελήφθη ως ύποπτος και λίγο αργότερα, ομολόγησε το έγκλημά του.
Στην κατάθεσή του ισχυρίστηκε ότι πανικοβλήθηκε από τις απειλές των κυνηγών και φοβήθηκε ότι θα τον σκότωναν, γι’ αυτό άρχισε να τους πυροβολεί.
Εμφανίστηκε μετανιωμένος λέγοντας χαρακτηριστικά πως «έπρεπε να είναι εκείνος στη θέση τους πεθαμένος».
Από την εξέταση των ιατροδικαστών στα πτώματα, είχε προκύψει η ανατριχιαστική λεπτομέρεια ότι ο δράστης είχε δώσει χαριστική βολή στα θύματά του, σαν επαγγελματίας εκτελεστής.
Ο ίδιος το αρνήθηκε λέγοντας πως ήταν απλώς σε μικρή απόσταση με τους κυνηγούς όταν πυροβόλησε.
Αυτό στο οποίο επέμενε, ήταν πως ο πατέρας του, Λυσίμαχος δεν συμμετείχε στο έγκλημα. Ισχυρίστηκε ότι είχε αφήσει την καραμπίνα του στο αυτοκίνητο και δεν οπλοφορούσε τη στιγμή του μακελειού.
Ο πατέρας του υποστήριζε ότι τους φόνους έκανε αυτός και όχι ο γιος του.
«Το μόνο που θέλω να ξέρετε σίγουρα είναι πως ο γιος μου δεν τράβηξε όπλο», έλεγε.
Τελικά, φυσικός αυτουργός θεωρήθηκε ο Διονύσης Φούκας.
Το δικαστήριο καταδίκασε και τους δύο σε πέντε φορές ισόβια. Σήμερα βρίσκονται στη φυλακή.