Ο πιο «δραστήριος» κατά συρροήν δολοφόνος της Αμερικής ήταν ο Γκάρι Ρίτζγουεϊ, γνωστός ως ο «Δολοφόνος του ποταμού Γκριν».
Έδρασε για 20 χρόνια, στο Σιάτλ της Ουάσινγκτον και εξαιτίας του έχασαν τη ζωή τους περισσότερες από 48 γυναίκες.
Τα θύματά του ήταν πάντα ιερόδουλες, ο πιο εύκολος στόχος. Στην ομολογία του, δήλωσε ότι ήθελε να σκοτώσει όσες περισσότερες ιερόδουλες μπορούσε γιατί ήταν σκουπίδια, ένα κατώτερο είδος ανθρώπου.
Δεν αρκούνταν μόνο στη δολοφονία.
Επέστρεφε στον τόπο του εγκλήματος όπου είχε θάψει τις γυναίκες και συνευρισκόταν σεξουαλικά με τα πτώματα.
Μετά από κάθε δολοφονία, επέστρεφε στο σπίτι του όπου τον περίμενε η σύζυγος και το παιδί του.
Είχε σκοτώσει μια κοπέλα, ενώ ο γιος του τον περίμενε στο αυτοκίνητο. Όταν γύρισε χωρίς τη συνοδό του, ο μικρός τον ρώτησε που ήταν.
«Θα γυρίσει με τα πόδια γιατί έμενε εδώ κοντά», του είχε απαντήσει.
Η θανατηφόρα τελετουργία
Ακολουθούσε με ευλάβεια τα ίδια βήματα σε κάθε επίθεση.
Πήγαινε με το φορτηγάκι του μέχρι τη λεωφόρο που βρίσκονταν οι ιερόδουλες. Επέλεγε το θύμα και την έφερνε στο σπίτι του.
Ανέφερε πάντα στη συζήτηση τον γιο του και άφηνε τα παιχνίδια να φαίνονται στο διάδρομο, για να την καθησυχάσει.
Είναι αδύνατον να της κάνει κακό ένας άνθρωπος που ζει ανάμεσα στα παιχνίδια του παιδιού του, θα σκέφτοταν η κοπέλα.
Έκαναν σεξ και ο Ρίτζγουεϊ στραγγάλιζε το θύμα πάνω στο κρεβάτι. Αμέσως μετά, έβαζε τα σεντόνια στο πλυντήριο.
Φόρτωνε το άψυχο σώμα της κοπέλας στο φορτηγάκι και οδηγούσε μέχρι τον ποταμό Γκριν.
Έκρυβε το πτώμα σε σημεία που μόνο εκείνος ήξερε.
Ήθελε να το επισκεφτεί ξανά και ξανά, μέχρι το πτώμα να γεμίσει σκουλήκια.
Στην ομολογία του ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν νεκρόφιλος, αλλά ήταν μία μορφή συνεύρεσης που δε χρειαζόταν να πληρώσει.
Τα πρώτα θύματα
Στις 15 Ιουλίου του 1982, δύο παιδιά έπαιζαν στις όχθες του ποταμού Γκριν, όταν είδαν το γυμνό πτώμα μια νεαρής κοπέλας να επιπλέει στο νερό.
Ήταν η 16χρονη Γουέντι Λι Κόφιλντ, το πρώτο θύμα του Γκάρι Ρίτζγουεϊ.
Η Γουέντι είχε φύγει απ’ το σπίτι της και δούλευε ως ιερόδουλη στο Σιάτλ. Είχε στραγγαλιστεί και βρέθηκαν υπολείμματα σπέρματος στο σώμα της.
Η αστυνομία συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία, αν και το 1982 η τεχνολογία δεν επέτρεπε λεπτομερή ανάλυση του DNA. Μέχρι το Σεπτέμβριο, είχαν βρεθεί άλλα πέντε πτώματα.
Η αστυνομία προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει κάποιο στοιχείο που θα οδηγούσε στο δολοφόνο, αλλά μάταια.
Ο Ρίτζγουεϊ σκότωνε ανενόχλητος, τουλάχιστον μία φορά το μήνα για χρόνια.
Η αστυνομία τον έβαλε να απαντήσει σε τεστ αλήθειας και ο Ρίτζγουεϊ το πέρασε χωρίς κανένα πρόβλημα.
Το τεστ αλήθειας λειτουργεί μόνο όταν ο ερωτώμενος αντιλαμβάνεται ότι ψεύδεται και έχει κάτι να κρύψει.
Ο Ρίτζγουεϊ απαντούσε ήρεμα και έδειχνε να πιστεύει ότι έλεγε την αλήθεια.
Το μίσος για τις ιερόδουλες
Ο Ρίτζγουεϊ γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1949, στη Γιούτα.
Η οικογένειά του ήταν απολύτως φυσιολογική. Ικανοποιητικό εισόδημα, κανένα ίχνος βίας ή κακοποίησης.
Όμως ο Ρίτζγουεϊ είχε συνδέσει από πολύ μικρή ηλικία το σεξ με την ταπείνωση.
Στην ομολογία του περιέγραφε ότι ουρούσε στο κρεβάτι του μέχρι μεγάλη ηλικία και παρακολουθούσε, καθώς η μητέρα του έπλενε τα γεννητικά του όργανα.
Είπε ότι κοίταζε την μητέρα του όσο έκανε ηλιοθεραπεία και η εικόνα τον διέγειρε σεξουαλικά.
Ντρεπόταν και θύμωνε φοβερά με τις σκέψεις του και άρχισε να μισεί τη μητέρα του σε σημείο που ήθελε να τη σκοτώσει.
Σε ηλικία 16 ετών, ο Ρίτζγουεϊ μαχαίρωσε ένα 6χρονο αγόρι, γιατί αναρωτιόταν «πώς είναι να σκοτώνεις».
Το αγόρι έζησε και δεν αναγνώρισε τον Ρίτζγουεϊ.
Αφού αποφοίτησε απ’ το λύκειο, παντρεύτηκε την Κλόντια Μπάροους. Κατατάχτηκε στο ναυτικό και έφυγε από το σπίτι αμέσως μετά το γάμο.
Σε ένα ταξίδι στις Φιλιππίνες, επισκεπτόταν τακτικά ιερόδουλες και κόλλησε αφροδίσιο νόσημα.
Στο μυαλό του, για όλα έφταιγαν οι ιερόδουλες που ήθελαν να του κάνουν κακό.
Όταν επέστρεψε στην Αμερική, έμαθε ότι η γυναίκα του τον απατούσε και πήραν διαζύγιο.
Ο Ρίτζγουεϊ τη μίσησε και δεν την αποκαλούσε ποτέ με το όνομά της, αλλά ως «εκείνη η πόρνη».
Το 1973, παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Μάρσια Γουίνσλοου.
Άρεσε στον Ρίτζγουεϊ, επειδή τον φρόντιζε σαν υπηρέτρια. Έκανε ό, τι της έλεγε και τον ικανοποιούσε σεξουαλικά πολλές φορές τη μέρα, όποτε της το ζητούσε.
Ο γάμος τους κράτησε για 7 χρόνια. Στο τέλος, ο Ρίτζγουεϊ είχε αρχίσει να γίνεται πολύ βίαιος και είχε κοντέψει να τη στραγγαλίσει.
Ήταν ένας ακόμη διαλυμένος γάμος για τον Ρίτζγουεϊ, που πρόσθεσε άλλη μία «γυναίκα-πόρνη» στη μαύρη λίστα.
Στην ομολογία του ισχυρίστηκε, ότι αν είχε σκοτώσει τη Μάρσια, δε θα είχε νιώσει την ανάγκη να σκοτώσει όλες τις άλλες γυναίκες.
Όμως η Μάρσια ξέφυγε και ένα χρόνο μετά το διαζύγιο, το 1982, ο Ρίτζγουεϊ άρχισε να σκοτώνει.
Ο τρίτος γάμος
Το 1985, ο Ρίτζγουεϊ δεν σκότωσε ούτε μία φορά.
Παντρεύτηκε την Τζούντιθ Μόσον και φάνηκε να ηρεμεί.
Οι γείτονες έβλεπαν ένα ήρεμο, ερωτευμένο ζευγάρι που ζούσε μια πολύ αξιοπρεπή ζωή.
Κάθε σαββατοκύριακο, ο Ρίτζγουεϊ φιλοξενούσε το γιο του από τον γάμο με τη Μάρσια.
Ήταν μία χαρούμενη οικογένεια.
Τον Οκτώβριο του 1986, σκότωσε για πρώτη φορά μετά το γάμο του και συνέχισε μέχρι το 1998.
Σκότωνε με μικρότερη συχνότητα και ταξίδευε πιο μακριά για να κρύψει τα πτώματα, γιατί είχε αρχίσει να φοβάται την αστυνομία.
Η βοήθεια του δολοφόνου
Η υπόθεση τράβηξε το ενδιαφέρον ενός άλλου δολοφόνου, που βρισκόταν στη φυλακή.
Το 1983, ο Τεντ Μπάντι που είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τη δολοφονία δεκάδων γυναικών, θέλησε να μιλήσει στην αστυνομία για τη ψυχολογία του δολοφόνου του ποταμού Γκριν.
Είπε ότι ο δολοφόνος θα γνώριζε κάποια απ’ τα θύματα και ότι λογικά θα υπήρχαν περισσότερα πτώματα θαμμένα στην περιοχή .
Περιέγραψε την ευχαρίστηση που έπαιρνε ο δολοφόνος επειδή εξουσίαζε το θύμα.
Εκτίμησε ότι ο δράστης ζούσε μόνος και όλες του οι σχέσεις με γυναίκες αποτύγχαναν. Επίσης ότι θα ήταν λευκός, γύρω στα τριάντα και με σχετικά χαμηλό εισόδημα.
Το 2001, ανέλαβε την υπόθεση μία ομάδα νεαρών ντετέκτιβ.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας επέτρεπε την επανεξέταση του DNA που είχε βρεθεί στον τόπο του πρώτου εγκλήματος το 1982.
Ταίριαζε με το DNA του Ρίτζγουεϊ.
Βρήκαν μέχρι και υπολείμματα μπογιάς, που χρησιμοποιούσε ο Ρίτζγουεϊ στη δουλειά του, όπου έβαφε φορτηγά.
Τον συνέλαβαν στις 30 Νοεμβρίου του 2001 και πολύ γρήγορα, ο Ρίτζγουεϊ συμφώνησε να συνεργαστεί πλήρως με την αστυνομία, για να αποφύγει τη θανατική ποινή.
Ομολόγησε όλες τις δολοφονίες και δήλωσε «ένοχος» για το θάνατο 48 γυναικών.
Στις 13 Δεκεμβρίου του 2003, ο Ρίτζγουεϊ καταδικάστηκε σε 280 χρόνια φυλάκιση.
Το τέρας που παραμόνευε στις όχθες του ποταμού Γκριν θα μείνει στη φυλακή μέχρι το τέλος της ζωής του.