Στις 26 Απριλίου του 1895, η 28χρονη Μαρία Μπαρμπέλα άνοιξε την πόρτα ενός μπαρ στη Νέα Υόρκη.
Μέσα βρισκόταν ο εραστής της, Ντομένικο Κατάλντο και έπαιζε χαρτιά.
Η Μπαρμπέλα συνοδευόταν από τη μητέρα της, η οποία όταν αντίκρισε τον Κατάλντο άρχισε να ωρύεται:
«Δεν έχεις ούτε ιερό ούτε όσιο; Παντρέψου την, γιατί θα ντροπιαστεί ανεπανόρθωτα!»
Ο Κατάλντο απάντησε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη: «Μόνο ένα γουρούνι θα την παντρευόταν».
Η Μπαρμπέλα πλησίασε τον εραστή της, τον γράπωσε από τα μαλλιά και έσκισε το λαιμό του απ’ άκρη σ’ άκρη με ένα μαχαίρι.
Αμέσως μετά βγήκε τρέχοντας από το μαγαζί και ο Κατάλντο σηκώθηκε για να την κυνηγήσει.
Έκανε δυο βήματα,αλλά κατέρρευσε στο πεζοδρόμιο και ξεψύχησε.
Η Μπαρμπέλα έφτασε στο σπίτι της, έβγαλε το ματωμένο φόρεμα και φόρεσε ένα καθαρό.
Η αστυνομία τη βρήκε λίγα λεπτά μετά και τη συνέλαβε.
Όταν είδε τους αστυνομικούς, η Μπαρμπέλα τους είπε σε σπαστά αγγλικά: «Είπε, εγώ παντρευτώ γουρούνι».
Η γεροντοκόρη ετών 24
Η Μαρία Μπαρμπέλα καταγόταν από τη Νότια Ιταλία και έφτασε στην Αμερική το 1892 με τους γονείς της.
Ήταν 24 χρόνων, αλλά η εμφάνισή της δεν προκαλούσε τον θαυμασμό των αντρών.
Έτσι, όταν ο 25χρονος λούστρος Ντομένικο Κατάλντο της χαμογέλασε, καθώς περνούσε από μπροστά του, η Μαρία καταγοητεύτηκε.
Περνούσε από το ίδιο σημείο κάθε μέρα, καθώς πήγαινε στο εργοστάσιο που δούλευε.
Ο Κατάλντο ήταν πάντα εκεί και πάντα της χαμογελούσε.
Μετά από λίγες μέρες, ζήτησε να τη συνοδεύσει μέχρι το σπίτι της, αλλά ποτέ δεν ανέβηκε να γνωρίσει τους γονείς της.
Περπατούσαν μαζί για μήνες και η Μαρία ένιωσε την ανάγκη να τους αποκαλύψει το φλερτ με το νεαρό.
Ο πατέρας της, συντηρητικός Καθολικός και πολύ αυστηρών αρχών, της απαγόρευσε να τον ξαναδεί και η Μαρία υπάκουσε.
Πέρασαν μήνες χωρίς να τον δει, αλλά το Μάρτιο του 1895 ο Κατάλντο επανήλθε δριμύτερος και η Μαρία συνέχισε να τον βλέπει, κρυφά απ’ τους γονείς της.
Το βράδυ που κοιμήθηκαν μαζί
Ένα βράδυ, ο Κατάλντο την οδήγησε σε ένα μπαρ και της έδωσε να πιει σόδα με αλκοόλ.
Η Μαρία ζαλίστηκε τόσο από το ποτό που έχασε τις αισθήσεις της. Όταν ξύπνησε, βρισκόταν γυμνή σε ένα κρεβάτι.
Τα σεντόνια είχαν ίχνη αίματος.
Ο Κατάλντο ήταν ξαπλωμένος δίπλα της και τη συνεχάρη που είχε διατηρήσει ανέγγιχτη την παρθενιά της τόσα χρόνια.
Η κοπέλα τον παρακάλεσε να την παντρευτεί αμέσως γιατί δεν μπορούσε να γυρίσει στους γονείς της ατιμασμένη.
Ο Κατάλντο της υποσχέθηκε ότι θα παντρευτούν και μέχρι το γάμο, η Μαρία θα έμενε στο διαμέρισμά του.
Ο «επαγγελματίας γαμπρός»
Πέρασαν μήνες και ο Κατάλντο δεν τη «στεφανώθηκε». Η Μαρία τον πίεζε, αλλά αυτός έβρισκε πάντα κάποια δικαιολογία.
Μέχρι που μια μέρα έγινε έξαλλος με τη γκρίνια της και της αποκάλυψε ότι δεν σκόπευε ποτέ να την παντρευτεί.
Ήταν ήδη παντρεμένος και η γυναίκα του έμενε ακόμα στην Ιταλία.
Μάλιστα είχε κι άλλες ερωμένες που τους έταζε γάμο και της είχε στην «αναμονή».
Για να την εξευμενίσει της είπε ότι θα έβρισκε κάποιον άλλον να την παντρευτεί και θα την επισκεπτόταν, όταν έλειπε ο σύζυγός της.
Το έγκλημα τιμής
Η Μαρία επέστρεψε στους γονείς και τους ικέτευσε να τη δεχτούν πίσω.
Όμως η ντροπή της μπορούσε να ξεπλυθεί μόνο με γάμο.
Την επόμενη μέρα μαζί με τη μητέρα της, επισκέφτηκαν τον Κατάλντο για να του ζητήσουν να την αποκαταστήσει.
Ο Κατάλντο απαίτησε προίκα 200 δολάρια για να την παντρευτεί, ποσό που δεν διέθεταν οι Μπαρμπέλα.
Όταν είδε την απόγνωση των γυναικών, ο Κατάλντο γέλασε και έφυγε για να πάει να παίξει χαρτιά στο τοπικό μπαρ.
Η Μαρία και η μητέρα της τον ακολούθησαν και τον βρήκαν ήρεμο και χαμογελαστό, να χαρτοπαίζει με τους φίλους του.
Η μητέρα έκανε μια τελευταία προσπάθεια να τον συνετίσει και απέτυχε.
Τότε ανέλαβε δράση η κόρη και εκδικήθηκε την προδοσία του εραστή της.
Η θανατική καταδίκη
Ο δικαστής Τζον Γκοφ ήταν αποφασισμένος να μη δείξει οίκτο, γιατί πίστευε ότι ο κόσμος είχε παραπλανηθεί από τον πόνο της Μπαρμπέλα και δικαιολογούσε τη δολοφονία, που άξιζε τη θανατική καταδίκη.
Η υπόθεση της Μπαρμπέλα μονοπώλησε το ενδιαφέρον του Τύπου.
Ο κόσμος τάχθηκε υπέρ της αδικημένης γυναίκας, που εκδικήθηκε τον απατεώνα εραστή της.
Όμως στη δίκη, η Μπαρμπέλα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση.
Παραδέχτηκε ότι σκότωσε τον Κατάλντο, αλλά δεν μιλούσε αγγλικά και ο μεταφραστής απέδιδε τα λόγια της με μονότονο ύφος και κακό χειρισμό της γλώσσας, που κούραζε το δικαστήριο.
Είπε στους ενόρκους πριν πάρουν την απόφασή τους: «Η ετυμηγορία σας πρέπει να είναι παράδειγμα δικαιοσύνης.
Ο οίκτος δεν αφορά τους ενόρκους. Ο νόμος δεν ξεχωρίζει μεταξύ των φύλων.
Η αδυναμία του γυναικείου φύλου χρησιμοποιείται πολλές φορές για να δικαιολογήσει άγρια εγκλήματα.
Δεν μπορούμε να αθωώσουμε μια γυναίκα, επειδή ένας άντρας της έκανε πρόταση γάμου και μετά άλλαξε γνώμη!»
Τα λόγια του δικαστή έπεισαν τους ενόρκους και η Μαρία Μπαρμπέλα καταδικάστηκε σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα.
Η αθώωση
Ο κόσμος εξαγριώθηκε με την απόφαση του δικαστηρίου.
Σθεναρή υποστηρίκτρια της Μπαρμπέλα ήταν η αμερικανίδα σύζυγος του ιταλού κόμη ντι Μπράτζα, Κόρα.
Πλήρωσε δικούς της δικηγόρους για να αναλάβουν την υπόθεση, η οποία κατάφερε να φτάσει μέχρι το εφετείο.
Η Μαρία Μπαρμπέλα δικάστηκε για δεύτερη φορά τον Δεκέμβριο του 1896.
Οι δικηγόροι υποστήριξαν ότι η κατηγορούμενη ήταν επιληπτική και ο θάνατος του Κατάλντο, ατύχημα.
Μάλιστα κατάφεραν να αποδείξουν ότι η Μπαρμπέλα κρατούσε το μαχαίρι στην προσπάθειά της να αμυνθεί ενάντια στον Κατάλντο, ο οποίος την απειλούσε με όπλο.
Το σημαντικότερο ήταν ότι η κατηγορούμενη είχε μάθει αγγλικά και μίλησε απευθείας στους ενόρκους, εκλιπαρώντας τους να τη λυπηθούν.
Το κόλπο έπιασε. Η Μπαρμπέλα αθωώθηκε και αφέθηκε ελεύθερη.
Λίγους μήνες μετά την αποφυλάκισή της, παντρεύτηκε τον ιταλό μετανάστη, Φραντσέσκο Μπρούνο, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο και έκτοτε, τα ίχνη της χάθηκαν οριστικά.