«Κάθε βράδυ εκτύπα με την καρέκλαν και το ξύλινον σπαθί τη μάνα μου και την αδερφή μου και απειλούσε ότι θα τις εφόνευε με τον πέλεκυν…»
Τον Δεκέμβριο του 1958 ένα στυγερό οικογενειακό έγκλημα συντάραξε τη μικρή κοινωνία της Πάφου. Ο Χ.Σ 44 χρόνων, βρέθηκε από τη γυναίκα και τη μεγαλύτερη κόρη του στο κρεβάτι, άγρια δολοφονημένος με ένα τσεκούρι.
Οι πρώτες ενδείξεις έδειχναν ότι το θύμα είχε δολοφονηθεί από άγνωστους οι οποίοι ήθελαν να ληστέψουν το σπίτι της οικογένειας, αφού σύμφωνα με μαρτυρίες κάποιων γειτόνων, δύο άντρες γυρόφερναν το σπίτι το προηγούμενο βράδυ.
Σύντομα όμως, οι υποψίες των αρχών στράφηκαν προς το οικογενειακό περιβάλλον του δολοφονηθέντος και συγκεκριμένα στη γυναίκα του και τη μεγαλύτερη του κόρη, μετά από την έκθεση του αρχιεπιθεωρητή της αστυνομίας Ευαγόρα Παπαθεοδότου, απόσπασμα της οποίας δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εθνος» στις 21 Ιανουαρίου 1958.
«Ο Χ.Σ δεν εζούσε αρμονικά με την οικογένεια του και συχνάκις επιτίθετο στη σύζυγό του και τη μεγαλύτερην θυγατέρα του. Όταν η θυγατέρα του έδωσεν υπόσχεσιν γάμου με κάποιον νέον, οι σχέσεις των εχειροτέρευσαν περισσότερο…»
Ο βασανιστής πατέρας και η δραματική κατάθεση του 14χρονου γιου του θύματος
Άνθρωποι από το στενό περιβάλλον του μακαρίτη τον χαρακτήρισαν βασανιστή και πολλές φορές άκουγαν τις φωνές των δύο γυναικών όταν τις κτυπούσε με διάφορα αντικείμενα. «Ο φονευθείς της επετέθη και ήρχισε να την γρονθοκοπεί και ταυτόχρονα να την κλωτσάει άγρια, ενώ η μάνα καθόταν σε μια γωνιά φοβισμένη και τρέμουσα…»
Το μικρότερο παιδί της οικογένειας, ο 14χρονος γιος, αφηγήθηκε στον αρχιεπιθεωρητή τα όσα είχε ζήσει στο σπίτι, αλλά και για τη δραματική νύχτα της 26ης Δεκεμβρίου.
«Κάθε βράδυ ο πατήρ μου εκτύπα με την καρέκλαν και το ξύλινον σπαθί τη μάνα μου και την αδερφή μου και απειλούσε ότι θα τις εφόνευε με τον πέλεκυν.
Το πρωί της 26 Δεκεμβρίου ο πατήρ μου εγέρθη από το κρεβάτι και επήρε ένα χονδρό σκοινί και δύο τεμάχια ξύλο.
Εκλείδωσε τη μάνα μου και την αδερφήν μου στο δωμάτιο και ακολούθως ήρχισε να τις κτυπά με μανία και μου ζήτησε να πάω να δέσω την κατσίκα.
Διέκρινα την αδερφήν μου να ίσταται εις το μέσω του δωματίου και και να δέχεται πολλά χτυπήματα με μίαν καρέκλαν.
Εγώ φοβηθείς, κρύφτηκα στα κλινοσκεπάσματά μου, όταν ήρθε ο πατήρ μου και μου είπε: «Αν σε ξανάβρω να κρυφακούς θα σε βάλω να κοιμηθείς με τα κατσίκια».
«Σκότωσε με το πρωί πατέρα!»
Στη συνέχεια, ο μικρός διηγήθηκε τη συγκλονιστική συνομιλία μεταξύ του πατέρα του και της αδερφής του: Κατόπιν ήκουσα την αδερφήν μου να λέγη εις τον πατέρα μου: « Άφησε με πατέρα και με σκοτώνεις το πρωί» και τότε αυτός της απάντησε, «καλώς, θα περάσω το πρωί!»
Ο νεαρός τρομοκρατημένος, συνέχισε λέγοντας, «εγώ απεκοιμήθη και όταν εξύπνησα το πρωί από τα κλάματα της μάνας μου και της αδερφής μου, διέκρινα τον πατέραν μου νεκρόν εις το κρεβάτι και δίπλα έναν μεγάλον πέλεκυν και έναν μικρόν.»
Η ομολογία
Οι αρχές, μετά τη συγκλονιστική μαρτυρία του 14χρονου και με επικεφαλής τον αστυνομικό λοχία Ρεσιάτ Χασάν, συνέλαβαν τις δύο γυναίκες και τις οδήγησαν στα κρατητήρια του χωριού.
Μέχρι εκείνη την ώρα, οι δύο κατηγορούμενες αρνούνταν ότι αυτές διέπραξαν τη δολοφονία και ούτε υπήρχαν επαρκή στοιχεία για την ενοχή τους.
Αιφνίδια τότε, η κόρη του θύματος άρχισε να ενοχοποιεί τον εαυτό της για το έγκλημα. Όταν έφτασαν τα τεκμήρια για τη δολοφονία στα κρατητήρια που ήταν τα ρούχα των δύο γυναικών με κηλίδες αίματος – σηκώθηκε πάνω και με δυνατή φωνή είπε: «Εκείνος με εξώθησεν να κάμω ότι έκαμα!»
Η κοπέλα και η μητέρα της καταδικάστηκαν και δεν έμειναν πολλά χρόνια στη φυλακή, αφού τους αναγνωρίστηκαν όλα τα ελαφρυντικά που προέβλεπε ο νόμος.
Η αρχική φωτογραφία είναι από το International Center of Photography / Murder Is My Business