«΄Αρχισα να διαπαιδαγωγώ από το 1940 όταν η Ιταλία κτύπησε την Ελλάδα, μέχρι που ξέσπασε ο αγώνας της ΕΟΚΑ το 1955…»
Προπαρασκεύαζε τον απελευθερωτικό αγώνα για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, από το 1940 έως και την αρχή της δράσης της ΕΟΚΑ το 1955 και δρούσε κάτω από τη «μύτη» των Άγγλων ρισκάροντας τη ζωή του, αλλά και τη μετέπειτα έκβαση του αντάρτικου.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό «Ενημέρωση» το 1990, είχε μιλήσει για πρώτη φορά για τα χρόνια του αγώνα, την εξορία, τους αγωνιστές που όρκισε, αλλά και για τον Μακάριο.
Ο Παπασταύρος, όπως ήταν γνωστός, διαπαιδαγωγούσε Κυπριόπουλα και τα μύησε, όπως έλεγε ο ίδιος, στον Χριστό και τα ιδανικά της Ελλάδας. Τα προετοίμαζε ουσιαστικά για τον ένοπλο αγώνα που πίστευε ότι ήταν προ των πυλών.
Ίδρυσε «κρυφά σχολειά» σε πολλά σημεία του νησιού, καθώς ήταν ο καθοδηγητής σε διάφορα κατηχητικά όπου μαζεύονταν πολλά παιδιά, γεγονός φυσιολογικό για την εποχή εκείνη.
Οι Άγγλοι από τα τέλη της δεκαετίας του΄40 μέχρι και την έναρξη του αγώνα, κυνηγούσαν όλες τις συλλογικότητες οι οποίες ήταν «ύποπτες» για υποκίνηση εξεγέρσεων.
Ο δυναμικός ιερέας βρήκε πρόσφορο έδαφος, αφού τα μόνα ιδρύματα που δεν κυνηγούσαν οι αποικιοκράτες, ήταν τα θρησκευτικά.
Ο όρκος
Ωστόσο, το μεγαλεπίβολο σχέδιο του Παπασταύρου εμπεριείχε μεγάλους κινδύνους, καθώς είχε να κάνει με μικρά παιδιά, κάποιες φορές μαθητές του δημοτικού.
«Στην αρχή τα παιδιά μαζεύονταν στο σπίτι μου. Είχα ένα μεγάλο αριστοκρατικό σπίτι, παλιό, το οποίο είχε μεγάλα δωμάτια και συναντιόμασταν εκεί. Αργότερα τα παιδιά μαζεύονταν στη Φανερωμένη, την εκκλησία στην Παλιά Λευκωσία…»
Στην αρχή ο Παπασταύρος τους μιλούσε μόνο για τον Χριστό και την Ελλάδα, πιστεύοντας ότι αυτό ήταν το θεμέλιο ώστε να μπορέσουν ανταποκριθούν στον αγώνα.
Ο όρκος περιελάμβανε την Ελευθερία και την Ένωση με την Ελλάδα, ενώ τα χριστιανικά ιδεώδη είχαν προεξέχοντα ρόλο.
Μέσα σε μερικά χρόνια είχε ορκίσει περισσότερους από 3.000 αγωνιστές, κάποιοι από τους οποίους έπεσαν ηρωϊκά και έμειναν στην ιστορία του ένδοξου αγώνα. Ο Ξάνθος, ο Σαμάρας, ο Αυξεντίου και ο Φώτης Πίττας, ο οποίος πολέμησε στη μάχη του «Αχυρώνα του Λιοπετρίου».
Η εξορία και ο Μακάριος
Οι Άγγλοι, μετά από πολύ καιρό που ο ιερέας μυούσε παιδιά στην αντίσταση, τον κατηγόρησαν ότι με τα κηρύγματά του ήταν πρόξενος ταραχής και αιματοχυσίας και ότι διέφθειρε τη νεολαία.
Έτσι, σε ανύποπτο χρόνο συνελήφθη από τους Άγγλους και εξορίστηκε στις Σεϊχέλλες, όπου εκεί συνάντησε το Μακάριο.
«Οι Σεϊχέλλες ήταν ένα σύμπλεγμα νήσων τότε και πολύ μακριά από τον κόσμο. Το καράβι περνούσε μόνο μια φορά το μήνα. Ένιωθες πως βρισκόσουνα φυλακή, παρ΄όλο που ήταν ένα κατάφυτο βουνό. Ο Μακάριος διάβαζε συνέχεια και έβγαινε κάποτε για να κάνει περίπατο. Εγώ τραγουδούσα πατριωτικά τραγούδια και ο Μακάριος μου φώναζε να σταματήσω γιατί του προκαλούσα πονοκέφαλο…»
Ο Παπασταύρος ήταν ο πιο κοντινός άνθρωπος του Μακαρίου στν εξορία, ενώ μαζί τους βρίσκονταν άλλοι δύο ιερείς, ο Άγιος Κυρηνείας και ο Πολύκαρπος.
«Είμασταν μόνοι μας και όλα αυτά που ακούστηκαν, ότι κάποιοι προσπάθησαν να μας ελευθερώσουν, είναι φαντασιώσεις.»
Οι Έλληνες ναύτες και τα μηνύματα στα μπουκάλια
Συχνά, ελληνικά πετρελαιοφόρα περνούσαν από τις Σεϊχέλλες και είχαν ως προορισμό τις Ινδίες.
Ο Παπασταύρος είχε αποκαλύψει ότι κάποιοι ναύτες τους άφηναν άφηναν μηνύματα μέσα σε μπουκάλια όταν έφταναν στην περιοχή.
«Τα έβαζαν μέσα στις μπουκάλες, τις έκλειναν με έναν φελλό και τις έριχναν στη θάλασσα. Το κύμα τις έβγαζε στην ξηρά. Βρήκαμε δυο – τρεις τέτοιες μπουκάλες που είχαν μέσα μηνύματα προς εμάς. Μάλιστα, κάποτε, βρήκαμε και μία σανίδα που πάνω έγραφε το όνομα του Μακάριου στα Ελληνικά.»
Ο Παπασταύρος απελευθερώθηκε μαζί με τους άλλους εξόριστους των Σεϊχελλών, ενώ είχε δηλώσει ότι από κάποιο σημείο και μετά είχε διαχωρίσει τη θέση του από τον Μακάριο, εξαιτίας της στάσης του Αρχιεπισκόπου σχετικά με τον σκοπό του αγώνα.
Φήμες της εποχής έλεγαν ότι ο Μακάριος είχε πάρει την απόφαση στις Σεϊχέλλες, να διαλύσει την ΕΟΚΑ. Ο Παπασταύρος είχε ρωτηθεί σχετικά με αυτό και η απάντηση που έδωσε ήταν κάτι περισσότερο από αινιγματική.
«Άφησε τα αυτά. Με συγχωρείς. Δε μπορώ να αναμοχλεύω πληγές»
Πληροφορίες: Εκδόσεις Εν Τύποις