Είναι μία από τις πιο αγαπητές κυπριακές εκφράσεις. Τη χρησιμοποιούμε όταν νιώθουμε πως κάποιος μας αδικεί ή πως μας φορτώνουν με έξτρα ευθύνες χωρίς κάποια αναγνώριση. Οι εκδοχές πίσω από την πολύ γνωστή «συκιά του μαύρου» είναι πολλές.
Σε όλες όμως, πρωταγωνιστούν δύο άτομα: ο Κκιόρογλου κι ο μαύρος δούλος του. Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη χιλιοειπωμένη κυπριακή έκφραση, η οποία κρύβει την ιστορία της δουλεμπορίας.
Σύμφωνα με την παράδοση, τόσο η συκιά όσο κι ο μαύρος υπήρξαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Η ιστορία της φράσης αναζητείται στην προσωπικότητα του Κκιόρογλου, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των παλαιότερων, λόγω της μεγάλης του περιουσίας αλλαξοπίστησε κι από χριστιανός έγινε μωαμεθανός.
Όπως οι περισσότεροι κρυπτοχριστιανοί, έτσι κι ο Κκιόρογλου, έγινε λινοπάμπακος (λινοβάμβακος) για να μην του πάρουν οι αρχές την περιουσία του. Ωστόσο, όταν κι αυτός και οι υπόλοιποι λινοπάμπακοι θέλησαν να γίνουν πάλι χριστιανοί, ο τότε Αρχιεπίσκοπος δεν το επέτρεψε.
Στον Κκιόρογλου ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Λακατάμιας. Η περιουσία του εκτεινόταν από το μοναστήρι του Αρχαγγέλου έως τη Χρυσοσπηλιώτισσα και την Κάτω Δευτέρα.
Από την άλλη της πλευρά, έφτανε μέχρι το αεροδρόμιο Λακατάμιας και τους Αγίους Τριμιθιάς. Ο μεγάλος γαιοκτήμονας, βοηθούσε τον κόσμο της περιοχής του και μάλιστα λέγεται πως προσέφερε μεγάλη περιουσία στην εκκλησία Αρχαγγέλου και της Χρυσοσπηλιώτισσας στη Δευτερά. Καμία οικογένεια δεν πείνασε, όσο ο ίδιος βρισκόταν εν ζωή. Και μάλιστα χωρίς καμία διάκριση.
Η πιο γνωστή συκιά της Κύπρου
Ο μεγάλος γαιοκτήμονας δεν ξέχασε και τον δούλο του, ο οποίος ήταν μαύρος και προερχόταν από κάποια αφρικανική χώρα. Ο Κκιόρογλου του κοτσιάνιασε μία μεγάλη έκταση προς το αεροδρόμιο Λευκωσίας, η οποία όταν έβρεχε μετατρεπόταν σε τεράστια λίμνη. Έτσι το συγκεκριμένο κομμάτι γης ήταν αρκετά εύφορο. Η περιοχή που είχε κληρονομήσει ο δούλος, ήταν μονίμως ζωντανή. Λόγω του γόνιμου εδάφους, χρησιμοποιείτο ως βοσκότοπος με αποτέλεσμα πολλοί Κύπριοι βοσκοί να συναντούνται εκεί καθημερινά.
Μέσα όμως σε όλη την έκταση, ήταν κι η περιβόητη συκιά. Πελώρια καθώς ήταν, προσέφερε ωραία σκιά για όποιον ήθελε να ξαποστάσει.
Σιγά σιγά, η συκιά έγινε σημείο αναφοράς του βοσκότοπου, με πολύ κόσμο να εκμεταλλεύεται τη σκιά της και τους καρπούς της. Έτσι προέκυψε και η γνωστή έκφραση για κάποιον που «κατάντησε σαν την συτζιά του μαύρου». Το δέντρο δεν σώζεται αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες μέχρι πρόσφατα υπήρχαν ακόμη ρίζες από τη συτζιά του μαύρου.
Με πληροφορίες από Panthfinder . Η χιουμοριστική απεικόνιση της συκιάς προέρχεται από το blog Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Διαβάστε ακόμη στη ΜτΧ:
«Θα σε χορέψω στο ταψί». Πώς βγήκε η φράση από μια βάναυση πρακτική, που ξεκίνησε για όσους κεράτωναν τον σύζυγό τους. Γιατί στην Ελλάδα αυτό το βασανιστήριο εφαρμόστηκε στα ζώα