Τα πρωτοχρονιάτικα έθιμα της Κύπρου σχετίζονται με την ευλογία και τη μαντεία.
Όντας λαός μεσογειακός, οι Κύπριοι ήθελαν οι ευχές για το νέο έτος να αφορούν τα χωράφια τους και τις σοδειές τους, για να πάει καλά ο χρόνος.
Η αβρόσσιλα, οι καλές σοδειές και ο Μέγας Αλέξανδρος
Οι νοικοκυρές κάθε σπιτιού στόλιζαν τις εξώπορτες με φύλλα ελιάς.
Οι ρίζες του εθίμου φαίνεται πως προέρχονταν από το Βυζάντιο, αφού τα κλαδιά ελιάς θεωρούνταν αποτρεπτικά των κακών και έφερναν την ευτυχία.
Επίσης υπήρχε η πεποίθηση πως η ελιά έδιωχνε τους σκαλαπούνταρους (καλικάτζαροι).
Αυτά τα φύλλα έπρεπε να μείνουν όλη τη χρονιά στην εξώπορτα, για το καλό του σπιτιού.
Οι κάτοικοι συνήθιζαν επίσης να κρεμάνε και αβρόσσιλες (ασφόδελος) πάνω στην εξωτερική πόρτα της οικίας τους.
Όταν ξημέρωνε, έριχναν την αβρόσσιλαν μέσα στο σπίτι, ή διαφορετικά την κρέμαγαν πάνω σε έναν από τα βολίτζια (δοκάρια της στέγης) του σπιτιού.
Οι παλιοί έλεγαν πώς «όταν οι αβρόσσιλες γεμώσουν φύλλα, τότε θα γίνει μεγάλη γεωργία. Όταν μείνουν όμως όφκαιρες (άδειες), η γεωργία είναι πίσω πολλά».
Στην Κώμα του Γιαλού και στη Κώμη Κεπήρ οι κάτοικοι συνήθιζαν να μαζεύουν διπλούς βολβούς σκιλλοκρεμμύδας και να τους ρίχνουν την πρωτοχρονιά στις μάντρες για να γεννήσουν οι προβατίνες δίδυμα.
Το έθιμο σχετιζόταν με μία λαϊκή διήγηση, που συνέδεε τις αβρόσσυλες ή τα σσιλλοκρέμμυδα με τον Μέγα Αλέξανδρο.
Λέγεται πως ο Μακεδόνας βασιλιάς, είχε χαρίσει στην αδελφή του τη γοργόνα ένα μπουκαλάκι, το οποίο της ζήτησε να προσέχει, μέχρι αυτός να επιστρέψει από την Ασία.
Τα χρόνια περνούσαν και ο Μέγας Αλέξανδρος δεν εμφανιζόταν.
Η γοργόνα ανέβηκε στην κορφή του Κουλούκουνα στην Κρήτη και άνοιξε το μπουκαλάκι. Τότε χύθηκε το αθάνατο νερό που είχε μέσα. Του είχε δώσει στο Μέγα Αλέξανδρο κάποτε μία νεράιδα.
Η γοργόνα απελπισμένη έκλαψε και φώναξε για το κακό που προξένησε.
Όμως εκεί που χύθηκε το νερό, φύτρωσαν κρεμμυδόσκυλλα και ασφόδελοι, των οποίων ο βολβός δεν ξερένεται ποτέ.
Έτσι από τότε, οι νεαρές κοπέλες μαζεύουν τα λουλούδια και τα κρεμάνε το πρωί της Πρωτοχρονιάς έξω από την πόρτα του σπιτιού τους.
Η χάρη που ζήταγαν οι νέες από τον Άγιο Βασίλη
Το βράδυ της παραμονής πρωτοχρονιάς, οι οικογένειες κάθονταν γύρω από την τσιμινιά (τζάκι) κατά το βυζαντινό έθιμο της εμπυροσκοπίας.
Αφού είχαν στολίσει ήδη από την παραμονή των Χριστουγέννων το σπίτι με κλαδιά και φύλλα ελιάς, για την αποτροπή των σκαλαπούνταρων, έπιαναν ένα κλαδί από αυτά και προσπαθούν να διαγνώσουν το μέλλον του νέου έτους.
Κυρίως μαζεύονταν οι νεαρές κοπέλες γύρω από τη φωτιά.
Πετούσαν το κλαδί στα κάρβουνα του τζακιού και έλεγαν ένα ποίημα ζητώντας μία χάρη από τον Άγιο. Να τους αποκαλύψει την τύχη τους.
Οι εκδοχές του ποιήματος ήταν πολλές με τις κυριότερες να είναι οι εξής:
Εάν το φύλλο ή κλαδί έφευγε από τη φωτιά κάνοντας ένα δυνατό ήχο, τότε η απάντηση ήταν πέρα για πέρα θετική.
Εάν όμως το κλαδί καιγόταν, θεωρούσαν πως και η αγάπη τους ήταν χαμένη. Και όπως ακριβώς καιγόταν το κλαδί μέσα στη φωτιά, έπρεπε να αφήσουν και την αγάπη αυτή, που δεν θα είχε μέλλον, να εξαφανιστεί.