Ο θρυλικός λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας είχε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος στις αρχές του 20ου αιώνα. Δρούσε κυρίως στην Πιερία, την Ελασσόνα, τον Όλυμπο και την Κοζάνη και κατηγορήθηκε για φόνους και ληστείες.
Όπως όλοι οι ληστές της εποχής, εκτός από τα εγκλήματα και τις λεηλασίες, έκανε και αγαθοεργίες.
Ο Γιαγκούλας βοηθούσε τους φτωχούς συγχωριανούς του. Μάλιστα φωτογραφίες του, αλλά και άλλων λήσταρχων, υπήρχαν για πολλά χρόνια δίπλα στις φωτογραφίες αγίων στα εικονοστάσια των σπιτιών.
Ο Γιαγκούλας είχε δώσει και χρήματα για να φτιάξουν την εκκλησία του χωριού του.
Σύμφωνα με προφορικές διηγήσεις ο λήσταρχος χρηματοδότησε την ανέγερση του ναού αλλά πριν δώσει τα χρήματα προειδοποίησε τον ιερέα:
– Πόσο καιρό θέλεις, ρε παπά, για να κάνεις την εκκλησία στο χωριό;
– Ένα χρόνο, του απάντησε
– Σου δίνω αυτά τα λεφτά, όμως αν δω τον άλλο χρόνο ότι δεν έχεις κάνει την εκκλησία, θα σε σφάξω.
Ένα χρόνο μετά, ο ναός δεν είχε ολοκληρωθεί και καθώς τα χρήματα τα διαχειρίζονταν ο ιερέας με τον επίτροπο, ο Γιαγκούλας τους σκότωσε και τους δύο. Τους θεώρησε υπαίτιους για μεγάλη προσβολή.
Κατά μία άλλη εκδοχή, ο ιερέας αρνήθηκε να πάρει χρήματα από αιματοβαμμένα χέρια και έχασε τη ζωή του.
Εφημερίδα της εποχής επιβεβαιώνει τις δολοφονίες αλλά τις αποδίδει σε μάχη με απόσπασμα της χωροφυλακής: «Μια ομοβροντία εξήπλωσε νεκρούς τον παπάν και τον πάρεδρον».
Η δολοφονία του γιατρού
Το 1924 ο γιατρός Οδυσσέας Νικολαϊδης ζητάει να γίνει στο χωριό του, σταθμός χωροφυλακής και άθελα του υπογράφει τη θανατική καταδίκη του. Οι ληστές δεν ανέχονταν σταθμό χωροφυλακής στην περιοχή, την οποία θεωρούσαν λημέρι τους.
Η απόφαση ήταν ειλημμένη. Δεν επρόκειτο να γλυτώσει ο γιατρός Νικολαϊδης.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η συμμορία του Γιαγκούλα συνέλαβε την οικογένεια του Νικολαΐδη και ζήτησε λίτρα από τον πατέρα του. «Άκουσε Νικολαΐδη. Θέλομεν διακόσιες χιλιάδες για τον γυιόν σου τον Αριστόδημο και εκατό για τον γιατρό που να ιδούμε αν θα ζήσει».
Ο πατέρας και οι συγχωριανοί του συγκέντρωσαν χρήματα τα οποία έδωσαν στον Γιαγκούλα. Ο λήσταρχος απάντησε: «Θα πάρω τα λεφτά και θα σου χαρίσω το άλλο παιδί».
Ο συγγραφέας Βασίλης Τζανακάρης διηγείται στη «Μηχανή του Χρόνου ότι «ο πατέρας του Νικολαϊδη έδωσε 12 οκάδες χρυσά φλουριά. Όμως οι ληστές θεώρησαν ότι τα λύτρα δίνονται για τον άλλον γιο και όχι για να γλιτώσει ο Νικολαϊδης».
Πριν ο Γιαγκούλας αποκεφαλίσει τον γιατρό, για να τρομοκρατήσει τον πληθυσμό «συγκεντρώνει όλους του χωρικούς δια να ιδούν πως τιμωρεί».
Στη σύντομη ομιλία του είπε: «Εμείς δεν πειράξαμε κανένα στο χωριό αυτό, αλλά ο γιατρός έγινε ένα με τα αποσπάσματα για να μας ξεπαστρέψει. Αυτό θα μας το πληρώσει, όπως πληρώνουν όλοι οι προδότες».
Κατά τα δημοσιεύματα της εποχής «αρπάζει τον ιατρόν Νικολαΐδην από τα μαλλιά και με δύο κτυπήματα του γιαταγανιού του αποκόπτει το κεφάλι από το σώμα, εμπρός εις τα μάτια του πατέρα του και του αδελφού του και των χωριανών, οι οποίοι έτρεμαν από φρίκην και φόβον».
Στο χωριό Καταφύγιο σε ένδειξη τιμής προς το γενναίο γιατρό, στήθηκε μνημείο το οποίο υπάρχει ακόμη.