Από τα εφηβικά της χρόνια, η ζωή της ήταν μια περιπέτεια. Ζούσε στον Αμαζόνιο με τους επιστήμονες γονείς της, οι οποίοι φρόντισαν να της διδάξουν όλα τα μυστικά της επιβίωσης στο τροπικό κλίμα της ζούγκλας. Η 17χρονη τότε Περουβιανή μαθήτρια Julian Koepcke, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτά τα μαθήματα ζωής θα την έσωζαν την κρίσιμη στιγμή.
«Τα παιχνίδια της μοίρας»
Δεκέμβρης 1971. Η Julian ετοιμαζόταν για τις διακοπές των Χριστουγέννων μαζί με τους γονείς της στην Πουκάλπα. Η μητέρα της επέμενε να φύγουν νωρίτερα, η νεαρή κοπέλα όμως την παρακάλεσε να πάνε παρέα στη γιορτή του σχολείου. Οι ικεσίες έπιασαν τόπο τελικά και η οικογένεια αναχώρησε στις 24 Δεκεμβρίου.
Στο αεροδρόμιο γινόταν το αδιαχώρητο. Αρκετές πτήσεις είχαν ακυρωθεί τις προηγούμενες ημέρες, λόγω κακοκαιρίας και στα εκδοτήρια ο κόσμος προσπαθούσε να βγάλει νέο εισιτήριο. Η 17χρονη κοπέλα κάθισε στο παράθυρο από την πρώτη στιγμή της επιβίβασης. Στη μέση καθόταν η μητέρα της και δίπλα ένας φοβισμένος επιβάτης, που έλεγε συνεχώς ότι είναι αφύσικο ένα μεταλλικό πουλί, να απογειώνεται στον αέρα. Η πρώτη μισή ώρα της πτήσης κύλησε με ηρεμία. Ξαφνικά το αεροπλάνο παγιδεύτηκε σε μια δυνατή καταιγίδα.
Η μέρα έγινε νύχτα και οι αστραπές σφυροκοπούσαν ανελέητα το αεροσκάφος. Οι περισσότεροι επιβάτες, έχασαν την ψυχραιμία τους και ούρλιαζαν σε κάθε ανατάραξη.
Η μητέρα της Julian παρέμεινε ψύχραιμη για χάρη της κόρης της. «Όλα θα πάνε καλά» έλεγε συνεχώς. Ένα λευκό έντονο φως, από τη δεξιά πτέρυγα τύφλωσε τους επιβάτες και το αεροπλάνο άρχισε να χάνει ύψος. Η καμπίνα του αεροπλάνου έτρεμε τόσο δυνατά που το αισθανόταν στο στέρνο της.
Όπως εξομολογήθηκε η 61χρονη σήμερα Juliane Koepcke, στην Daily Mail, η τελευταία λέξη που είπε η μητέρα της ήταν «Τώρα όλα τελειώνουν εδώ». Μετά επικράτησε απόλυτη ησυχία. Η πτώση της στο κενό ήταν γρήγορη και σε μερικά δευτερόλεπτα είχε χάσει τις αισθήσεις της.
Έπεσε στο κενό από τα 10 χιλιάδες πόδια, δεμένη επάνω στο κάθισμά της.
Όταν συνήλθε, το πρώτο πράγμα που κατάλαβε ήταν ότι η μητέρα της δεν ήταν πια δίπλα της. Τα μάτια της ήταν πρησμένα και ο ίλιγγος αφόρητος. Όταν κατάφερε να συνέλθει, συνειδητοποίησε ότι ήταν στη μέση της ζούγκλας. Σύρθηκε μερικά μέτρα φωνάζοντας το όνομα της μητέρας της. Το μόνο που άκουσε ήταν ο αντίλαλος της φωνής της στο δάσος.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη εικόνα, μόλις άνοιξα τα μάτια μου. Γιγάντια δέντρα λουσμένα από έντονο φως. Ένιωσα εγκαταλειμμένη και εντελώς αβοήθητη. Η δεξιά της κλείδα ήταν σπασμένη. Στο αριστερό της πόδι είχε μια βαθιά πληγή που περιέργως δεν αιμορραγούσε.
«Κάποιος άλλος στη θέση μου θα είχε πανικοβληθεί, μέσα στη ζούγκλα. Εγώ ήμουν στο φυσικό μου περιβάλλον, ήξερα τι έπρεπε να κάνω για να επιβιώσω», εξομολογήθηκε η Juliane.
Έντομα, μυρμήγκια, σκαθάρια, μεγάλα κουνούπια και ακρίδες της ακολουθούσαν σε κάθε της βήμα. Εκείνη όμως αναγνώριζε κάθε ήχο και θρόισμα που άκουγε. Για να ξεδιψάσει, έγλυφε τα βρεγμένα φύλλα των δέντρων. Δίπλα από το σημείο που έπεσε, δεν υπήρχε κανένα ίχνος συντριβής. Μόνο μια τσάντα με γλυκά και κάποια ακόμα προσωπικά αντικείμενα των επιβατών του μοιραίου αεροσκάφους.
Έφαγε ένα από τα γλυκά που βρήκε, ενώ την ίδια στιγμή είδε ένα αεροπλάνο να πετάει πάνω από το κεφάλι της. Τα πυκνά δέντρα όμως δεν της άφηναν κανένα περιθώριο να αντιδράσει. Αφού την κυρίευσε έντονη αδυναμία, ξεκίνησε την προσπάθεια της να βγει από το πυκνό δάσος.
Σε κοντινή απόσταση βρήκε ένα ρυάκι, το οποίο ακολούθησε, αλλά οι μεγάλοι κορμοί δέντρων που ήταν πεσμένοι μέσα την δυσκόλευαν πολύ. Σιγά – σιγά το ρυάκι απλωνόταν και η Juliane άρχισε να περπατάει στο πλάι, δίπλα στο νερό. Είχε σκοτεινιάσει και έπρεπε να βρει ένα μέρος να κοιμηθεί. Η πρώτη μέρα της περιπέτειας της είχε τελειώσει. Το επόμενο πρωί συνέχισε να ακολουθεί το ρυάκι, το οποίο μετατράπηκε σε ένα μικρό ποτάμι. Η μεγαλύτερη δυσκολία της ήταν ότι δεν μπορούσε να βρει ούτε ένα φρούτο να φάει. Έπινε άφθονο νερό, αλλά η πείνα της ήταν ανεξέλεγκτη.
«Έξι ημέρες χωρίς τροφή»
Οι μέρες κυλούσαν χωρίς ελπίδα. Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία ξεχώρισε την κραυγή ενός «οασίν». Ένα τροπικό πουλί που φωλιάζει αποκλειστικά κοντά σε ανοιχτές εκτάσεις νερού, όπου συνήθως υπάρχουν οικισμοί. Στο σπίτι της, άκουγε συχνά οασίν. Με αναπτερωμένο ηθικό, ξεκίνησε να περπατά όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο ήχος ενός αεροπλάνου της τράβηξε την προσοχή, αλλά όσο πλησίαζε ο ήχος απομακρυνόταν. Ο θυμός της μετατράπηκε σε απόγνωση. Για ακόμα μια φορά η πυκνή βλάστηση της στέρησε την ελευθερία της.
«Τότε πήρα τη μεγάλη απόφαση: έπρεπε να κολυμπήσω για να απομακρυνθώ ακόμα πιο γρήγορα μέσα από το δάσος. Έπρεπε να αφεθώ στη ροή του ποταμού. Το παγωμένο νερό ταλαιπωρούσε το σώμα μου ακόμα πιο πολύ, ενώ τις νύχτες τα πράγματα ήταν αβάσταχτα. Δεν έπρεπε να εγκαταλείψω. Έπρεπε να σωθώ».
Ένα πρωί, ένιωσε έναν απότομο πόνο στο πάνω μέρος της πλάτης της. Όταν άγγιξε με το χέρι της το σημείο, κατάλαβε ότι ο ήλιος είχε κάψει την πλάτη της. Υπήρχαν στιγμές, που πίστευε ότι έβλεπε σπίτια και ανθρώπους γύρω της.
«Δέκα ημέρες στο νερό και η ελπίδα γεννιέται ξανά»
Τη δέκατη πια μέρα, οι αντοχές της την είχαν εγκαταλείψει. Άφησε το σώμα της ελεύθερο στο νερό. Χτυπούσε πάνω σε μεγάλους κορμούς, τους οποίους όφειλε να σκαρφαλώσει για να συνεχίσει. Λίγα μέτρα πιο κάτω η τύχη της χαμογέλασε για πρώτη φορά. Μια βάρκα την περίμενε στις όχθες του ποταμού. Στο βάθος, παρατήρησε ένα μονοπάτι που οδηγούσε πιθανόν σε οικισμό.
Η Juliane μπήκε μέσα στη βάρκα. Τα ξημερώματα άκουσε φωνές. Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε τρεις άντρες. «Είμαι μια από τις κοπέλες που επέζησαν από την συντριβή του LANSA», τους είπε στα ισπανικά. «Το όνομα μου είναι Juliane».
Σήμερα, η Juliane είναι βιολόγος και ζει αρμονικά τη ζωή της χωρίς να έχει ξεχάσει την παραμικρή λεπτομέρεια από την αεροπορική τραγωδία που της άλλαξε για πάντα τη ζωή.