Το πρωί της 5ης Απριλίου του 1944, παραμονές Μεγάλης Eβδομάδας, ομάδα ανταρτών με επικεφαλής τον καθηγητή φιλολογίας Αλέξη Ρόσιο, γνωστό και ως «καπετάν Υψηλάντη», έστησαν ενέδρα σε γερμανική αυτοκινητοπομπή.
Τους περίμεναν στην περιοχή Νταούλι, ένα στενό πέρασμα, όπου θα ήταν ουσιαστικά απροστάτευτοι.
H επίθεση εξελίχθηκε σύμφωνα με το πρόγραμμα.
Με το που είδαν την εμπροσθοφυλακή των Γερμανών να εμφανίζεται στην τοξωτή γέφυρα του Νταουλιού, οι αντάρτες άνοιξαν πυρ. Δύο Γερμανοί στρατιώτες έπεσαν νεκροί.
Οι αντάρτες τους ακρωτηρίασαν και έστησαν τα σώματά τους σε στάση προσοχής, ως μήνυμα αντίστασης προς τον κατοχικό στρατό.
Όταν οι Γερμανοί είδαν τους νεκρούς, η αντίδρασή τους ήταν άμεση.
Στράφηκαν εναντίον του κοντινού χωριού, της Κλεισούρας, το οποίο θα πλήρωνε για τη δράση των ανταρτών.
Ήταν η λεγόμενη στρατηγική «πυρός και σιδήρου». Οι Γερμανοί απαντούσαν σε εχθροπραξίες καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα τους, για παραδειγματισμό.
Η σφαγή στην Κλεισούρα
Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων ήταν ο αντισυνταγματάρχης Καρλ Σίμερς. Μαζί του δρούσαν και Βούλγαροι κομιτατζήδες, υπό την καθοδήγηση του αρχικομιτατζή Κάλτσεφ.
Το σχέδιο που κατέστρωσαν εξελίχθηκε ως εξής:
Αρχικά, μεμονωμένοι στρατιώτες έφτασαν στην Κλεισούρα, δήθεν για να καθησυχάσουν τον τοπικό πληθυσμό, ότι δεν θα υπήρχαν αντίποινα για την επίθεση των ανταρτών.
Οι κάτοικοι τους πίστεψαν, καθώς είχαν ήδη λάβει τα μέτρα τους, για να αποφύγουν την οργή των Γερμανών. Οι αντάρτες είχαν κρυφτεί στα βουνά, μαζί με τους περισσότερους άνδρες του χωριού.
Στην Κλεισούρα είχαν απομείνει μόνο γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι – όλοι πίστευαν ότι οι Γερμανοί δεν θα στρέφονταν εναντίον αμάχων. Έμειναν στα σπίτια τους και περίμεναν τους Γερμανούς να απομακρυνθούν απ’ την περιοχή.
Το σύνθημα δόθηκε στις 3 το μεσημέρι, με μία φωτοβολίδα. Αμέσως, οι άντρες των Ες-Ες ξεχύθηκαν στο χωριό και άρχισαν να πυροβολούν.
Σκότωναν χωρίς σταματημό. Έσφαξαν εγκυμονούσες γυναίκες, παιδιά που έτρεχαν στους δρόμους, ηλικιωμένους και νεαρές κοπέλες.
Πυρπόλησαν τα σπίτια, την εκκλησία, το γυμνάσιο, ακόμα και τη βιβλιοθήκη.
Μόλις δύο ώρες ήταν αρκετές για να σκοτωθούν 280 άμαχοι, να τραυματιστούν 40 και να καταστραφούν 150 σπίτια.
Την τελευταία στιγμή, σώθηκαν επτά γυναίκες, που είχαν οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πριν πυροβολήσουν οι Γερμανοί, μία δεύτερη φωτοβολίδα σήμανε το τέλος της επίθεσης.
Όταν σιγουρεύτηκαν πως οι αντάρτες είχαν «μπει στη θέση τους», αποχώρησαν.
Όσοι επέζησαν, έπρεπε να έρθουν αντιμέτωποι με τη φρίκη.
Στο νεκροταφείο δεν υπήρχε χώρος για 280 πτώματα και έθαψαν τους νεκρούς τους στις αυλές των σπιτιών, της εκκλησίας, ακόμα και στις βουνοπλαγιές.
Ακόμα και οι Γερμανοί αποδοκίμασαν τις βιαιοπραγίες στην Κλεισούρα.
Ο πολιτικός εντεταλμένος του Γ’ Ράιχ στα Βαλκάνια, ο Χέρμαν Νοϊμπάχερ, χαρακτήρισε την επίθεση «λουτρό αίματος», αλλά η Στρατιωτική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Αιγίου επικρότησε τις ενέργειες του αντισυνταγματάρχη Σίμερς, ο οποίος συμμετείχε και στη σφαγή του Διστόμου.
Πέθανε στις 18 Αυγούστου 1944, όταν το αυτοκίνητό του έπεσε σε νάρκη, στην Ήπειρο.
Μετά τον πόλεμο, απονεμήθηκε στην Κλεισούρα ο Πολεμικός Σταυρός Α’ τάξης και ο Σύλλογος Απανταχού Κλεισουριέων «Άγιος Μάρκος» ανήγειρε μνημείο προς τιμήν των νεκρών.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το κείμενο του Νικόλαου Σιώκη, Χρονικό του Ολοκαυτώματος της Κλεισούρας από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στις 5 Απριλίου 1944.