Ήταν αρχές Μαΐου του 1941, όταν η Λέλα Καραγιάννη ίδρυσε μια μυστική ομάδα που θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση.
Η «Σιωπηλή Στρατιά» όπως την ονόμασε, αποτελείτο από τα έξι μεγαλύτερα παιδιά της, τον σύζυγό της, τρεις οικογενειακούς γιατρούς και ορισμένους φίλους απόλυτης εμπιστοσύνης.
Ο χώρος όπου συναντιόταν η ομάδα και κατέστρωνε τα σχέδιά της, ήταν το σπίτι της οικογένειας Καραγιάννη στην οδό Λήμνου 1.
Ένα μήνα μετά, η «Σιωπηλή Στρατιά» εξελίχθηκε σε αντιστασιακή οργάνωση και μετονομάστηκε σε «Μπουμπουλίνα», προς τιμήν της ηρωίδας του ’21 και προγόνου της Λέλας.
Τα μέλη της ανέρχονταν πλέον στα 100, συμπεριλαμβανομένων ανδρών και γυναικών όλων των κοινωνικών στρωμάτων.
Οι πρώτες ενέργειες της οργάνωσης
Η Λέλα Καραγιάννη, ως επικεφαλής της αντιστασιακής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα», ήταν εκείνη που έθεσε τους κανόνες για τη δράση και την ασφάλεια των μελών.
Από την πρώτη στιγμή συγκάλεσε τους συνεργάτες της, προκειμένου να τους δώσει κατευθυντήριες γραμμές.
Για λόγους ασφαλείας, απέφευγε να τους συναντήσει όλους μαζεμένους και έτσι τους χώρισε σε μικρές ομάδες των δύο ή τριών ατόμων.
Τα λόγια της ήταν ενθαρρυντικά και είχαν ως στόχο να ξεσηκώσουν τα μέλη της οργάνωσης.
«Ο αγώνας μας δεν έχει μέτωπο, μόνο στόχους. Για να πετύχουμε τους στόχους μας χρειάζεται πειθαρχία, απόλυτη μυστικότητα και σύνεση. Πρέπει να χτυπήσουμε τον εχθρό με τα δικά του όπλα, εκ των έσω. Θα φτιάξουμε τον δικό μας Δούρειο Ίππο», έλεγε η Λέλα.
Η πρώτη τους ενέργεια ήταν η ανεύρεση και περίθαλψη αξιωματικών και οπλιτών των συμμαχικών δυνάμεων, που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους και αναζητούσαν τρόπους επιβίωσης και διαφυγής.
Πολλούς από αυτούς τους έστειλαν να μείνουν σε σπίτια ντόπιων, οι οποίοι δέχτηκαν να τους βοηθήσουν και να τους κρύψουν.
Ωστόσο, η Καραγιάννη δήλωσε εξαρχής πως θα ήταν εκείνη υπεύθυνη για τα έξοδα της διατροφής τους, τον ρουχισμό και την ιατρική τους περίθαλψη.
Μία ακόμη ανάγκη που έπρεπε να καλυφθεί όμως, ήταν τα τσιγάρα τους.
Η επικεφαλής της οργάνωσης έλεγε χαρακτηριστικά: «Αυτά τα εγγλεζάκια δεν τα προφταίνω. Καπνίζουν σαν φουγάρα».
Η λύση δόθηκε με ένα τηλεφώνημα του συζύγου της, Νίκου Καραγιάννη, στον καλό του φίλο και καπνοβιομήχανο Τάσο Παπαστράτο.
Εκείνος δέχτηκε να συνεισφέρει, εξασφαλίζοντάς τους αρκετές κούτες με τσιγάρα.
Η μεταμόρφωση των Βρετανών και ο ασύρματος
Σημαντικό ρόλο στην οργάνωση έπαιξαν και πρόσωπα γνωστά στο ευρύ κοινό, για το κοινωνικό ή πολιτιστικό τους έργο.
Ανάμεσα σε αυτά ήταν ο Αλέξανδρος Πάλλης, μετέπειτα πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο και ο Γεώργιος Αβέρωφ, γόνος της μεγάλης οικογένειας των ευεργετών του έθνους.
Εκείνοι μαζί με τον καπνοβιομήχανο Τάσο Παπαστράτο, ορίστηκαν ως «έκτακτοι συνεργάται».
Ο αρχιεπίσκοπος Ελλάδος Δαμασκηνός και η συγγραφέας Ιωάννα Τσάτσου βοήθησαν στις αποκρύψεις των συμμάχων, ενώ παράλληλα οργάνωσαν συσσίτια για τον λαό της Αθήνας και τα μικρά παιδιά που πέθαιναν κατά χιλιάδες στους δρόμους από ασιτία.
Σύντομα οι Άγγλοι που έκρυβαν σε σπίτια, θέλησαν να επιστρέψουν στον αγώνα.
Επειδή τα κοκκινόξανθα μαλλιά και τα γαλανά μάτια τους θα αποτελούσαν αμέσως στόχο, η Λέλα επιστράτευσε δύο φίλους κομμωτές της εμπιστοσύνης της προκειμένου να αναλάβουν τη μεταμόρφωσή τους.
Έτσι τα ξανθά τους μαλλιά και τα μουστάκια τους έγιναν σκούρα καστανά, ενώ προμηθεύτηκαν γυαλιά ηλίου προκειμένου να καλύψουν τα μάτια τους κατά τις μετακινήσεις.
Οι περισσότεροι από αυτούς μεταφέρθηκαν σε δύο μεγάλες μονοκατοικίες των οδών Ρόδου και Φυλής, που νοίκιασε η οργάνωση αποκλειστικά για εκείνους.
Αμέσως ζήτησαν ασύρματο ώστε να επικοινωνήσουν με το συμμαχικό στρατηγείο στη Μέση Ανατολή και να πάρουν εντολές.
Τότε η Λέλα Καραγιάννη ήρθε σε επαφή με τον Γεώργιο Ιβάνωφ, τον Ελληνοπολωνό σαμποτέρ, ο οποίος έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του.
Οδήγησε μια νεκροφόρα, μεταφέροντας μέσα σε φέρετρο τη συνεργάτιδά του Γαβριέλα Μυλονοπούλου, στα πόδια της οποίας έκρυβε τον ασύρματο που θα παρέδιδε.
Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία και οι Βρετανοί κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με το στρατηγείο τους.
«Ο πόλεμος μόλις έχει αρχίσει»
Η αντιστασιακή δράση της Λέλας έγινε αντιληπτή από τις κατοχικές δυνάμεις τον Σεπτέμβριο του 1941.
Τότε το ζεύγος Καραγιάννη συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ.
Η Λέλα για να απαλλάξει τον σύζυγό της από τις ευθύνες, δήλωσε το πατρικό της όνομα Μινοπούλου και ισχυρίστηκε πως είναι σε διάσταση με τον άντρα της τα δύο τελευταία χρόνια.
Ο Νίκος Καραγιάννης αφέθηκε ελεύθερος δύο μήνες μετά τη σύλληψή του, ενώ η Λέλα παρέμεινε στη φυλακή, πέρασε από ιταλικό στρατοδικείο και τελικά απαλλάχθηκε τον Μάρτιο του 1942, λόγω έλλειψης στοιχείων.
Κατά την εξάμηνη παραμονή της στη φυλακή, καλλιέργησε διασυνδέσεις που την βοήθησαν να διοικήσει την οργάνωσή της και να κρατήσει άμεση επαφή με τα παιδιά και τους συνεργάτες της.
Κατάφερε να χρησιμοποιήσει τους ίδιους τους δεσμοφύλακες, οι οποίοι αποδείχθηκαν καλοί πατριώτες και πρόθυμοι να μεταφέρουν τα μηνύματά της στα παιδιά και τους συνεργάτες της.
Παράλληλα, της έδιναν πληροφορίες για όσα άκουγαν από τους άλλους φυλακισμένους και την ενημέρωναν για τις εξελίξεις μέσα στις φυλακές.
Όλα αυτά της φάνηκαν χρήσιμα μετά την αποφυλάκισή της.
«Αν νομίζουν τα ναζιστικά θηρία πως οι Έλληνες έχουμε υποκύψει και ο πόλεμος έχει τελειώσει, θα τους δώσουμε να καταλάβουν πως για μας ο πόλεμος μόλις έχει αρχίσει».
Αυτά ήταν τα λόγια της Λέλας Καραγιάννη όταν ανέλαβε και πάλι τα ηνία της οργάνωσης.
Η μετάδοση των πληροφοριών και το τέλος
Δικοί της άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά, έκλεψαν σχέδια και πληροφορίες για τις μετακινήσεις του εχθρού.
Έτσι, τα μυστικά των γερμανικών και ιταλικών ναυαρχείων και φρουραρχείων έφτασαν στα χέρια της αρχηγού.
Αμέσως οι πολύτιμες πληροφορίες μεταδόθηκαν στο συμμαχικό στρατηγείο, με αποτέλεσμα να προκληθούν σημαντικές ζημιές κατά του Γ’ Ράιχ.
Το δίκτυο πληροφοριών της Καραγιάννη ήταν υπεύθυνο για τις ανατινάξεις αεροδρομίων, αλλά και για τις καταβυθίσεις υποβρυχίων και νηοπομπών που μετέφεραν πυρομαχικά, καύσιμα και τρόφιμα στους κατακτητές.
Τον Ιούλιο του ’44, η λεγόμενη «Μπουμπουλίνα της Κατοχής» συνελήφθη ως αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης.
Κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και μετάδοση πληροφοριών στους Εγγλέζους και τους συμμάχους τους και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, η Λέλα Καραγιάννη εκτελέστηκε μαζί με άλλα 70 άτομα στο Χαϊδάρι. Ξεψύχησε με τη φράση «Ζήτω η Πατρίδα! Ζήτω η Λευτεριά!»
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο: «Λέλα Καραγιάννη, η θρυλική γιαγιά μου» της Λέλας Βυρ. Καραγιάννη, εκδόσεις Πελασγός.