Το 1966, τρεις ομάδες ορειβατών στην Πελοπόννησο, επιχείρησαν ανάβαση της μεγαλύτερης κορυφής του Πενταδάκτυλου, δηλαδή του Ταΰγετου, στη διάρκεια του τριήμερου της Καθαράς Δευτέρας.
Η ανάβαση στο βουνό δεν θεωρείται εύκολη υπόθεση, αφού ακόμη και το καλοκαίρι ελλοχεύουν κίνδυνοι. Ειδικά τους χειμερινούς μήνες, τα χιόνια φτάνουν σε χαμηλό υψόμετρο και η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Οι ορειβάτες όμως λαχταρούσαν να ζήσουν την εμπειρία και να καταφέρουν να φτάσουν στην κορυφή.
Η έναρξη της ανάβασης
Ξεκίνησαν όλοι μαζί από το χωριό Παλαιοπαναγιά, αλλά στη συνέχεια χωρίστηκαν σε ομάδες, που ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Οι δύο ομάδες πέρασαν από το καταφύγιο και πήραν τον κλασικό δρόμο. Η τρίτη προτίμησε τη διαδρομή από την πηγή Τριπόδος, η οποία ήταν συντομότερη και οδηγούσε απευθείας στην κορυφή.
Η ανάβαση των πρώτων δύο ομάδων έγινε εξαιρετικά δύσκολη, όταν έφτασαν στο διάσελο, δηλαδή το σημείο που ένωνε τις δύο κορφές. Το χιόνι ήταν πυκνό και τα εξαρτήματα μόλις που έπιαναν πάνω στον πάγο.
Οι ορειβάτες, ωστόσο, ήταν αποφασισμένοι. Κανένα εμπόδιο δεν θα μπορούσε να σταθεί στο δρόμο τους προς την κατάκτηση της κορυφής. Επέλεξαν να προχωρήσουν αψηφώντας τις καιρικές συνθήκες.
Φόρεσαν πάνω από τις αρβύλες τους τα λεγόμενα «κραμπόν», για να μπορούν να γαντζώνονται στον πάγο και ξεκίνησαν. Όσοι δεν είχαν τον κατάλληλο εξοπλισμό, φοβήθηκαν και προτίμησαν να γυρίσουν πίσω.
Οι υπόλοιποι, με πολύ κόπο, τα κατάφεραν και έφτασαν στην κορυφή. Η θέα ήταν μαγευτική. Από εκεί μπορούσαν να δουν όλη την Πελοπόννησο και τη θάλασσα. Διέκριναν και την τρίτη ομάδα, που είχε επιλέξει τον άλλον δρόμο. Δεν είχε φτάσει καν στο διάσελο.
Η κατρακύλα στον πάγο και η διάσωση
Σύντομα οι ορειβάτες πήραν το δρόμο της επιστροφής. Δεν πρόλαβαν να κατέβουν 50 μέτρα, όταν ένας από αυτούς, ο Η.Τ. «ξεκόλλησε» από τον πάγο. Για κάποιο λόγο τα «κραμπόν» του δεν έπιαναν καλά, με αποτέλεσμα να γλιστρήσει στην πλαγιά. Κατρακύλησε περίπου 200 μέτρα. Κατά τη διάρκεια της πτώσης, έχασε όλα τα εφόδια και τον εξοπλισμό του.
Έντρομοι, οι σύντροφοί του έσπευσαν να τον πλησιάσουν για να δουν τι είχε συμβεί.
Όταν έφτασαν στο σημείο της πτώσης, αντιλήφθηκαν ότι ο άνδρας δεν είχε πεθάνει, αλλά ήταν τραυματισμένος και πονούσε αφόρητα σε όλο το σώμα.
Με τη βοήθεια των υπολοίπων ορειβατών και παρά τους πόνους, κατέβηκε την πλαγιά, προς τον «αυχένα» του βουνού.
Σε κάποια στιγμή τους έφτασε και η άλλη ομάδα, η οποία είχε μείνει πιο πίσω και της οποίας ο επικεφαλής ήταν γιατρός.
Αφού ενημερώθηκε για το συμβάν, εξέτασε τον τραυματία. Διαπίστωσε πως δεν είχε πάθει κάτι ανεπανόρθωτο, αλλά θεώρησε πως ήταν προτιμότερο να μην συνεχίσει την κατάβαση. Έπρεπε να παραμείνει σε αντίσκηνο μέχρι να έρθει βοήθεια.
Έτσι κι έγινε. Ο γιατρός με τη βοήθεια άλλων τριών ορειβατών έστησε τη σκηνή και περιέθαλψαν τον Η.Τ. , ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν την πορεία τους προς το καταφύγιο. Ο τραυματίας τοποθετήθηκε με προσοχή σε υπνόσακο και μπήκε στο αντίσκηνο για να προφυλαχτεί από το δριμύ ψύχος. Μόλις έπεσε το σκοτάδι όμως, ένας δυνατός αέρας παρέσυρε τη σκηνή και την κουρέλιασε.
Η κατάβαση ήταν πλέον μόνη επιλογή.
Μέσα στη νύχτα, τραυματίας και συνοδοί κάτω από δυσχερείς καιρικές συνθήκες, κατόρθωσαν να φτάσουν στο καταφύγιο.
Το αυτοσχέδιο φορείο και η μεταγωγή στην Αθήνα
Το πρωί έπρεπε να βρουν μια λύση για να μεταφερθεί ο τραυματίας σε νοσοκομείο. Η λύση ήταν μια. Κατασκεύασαν ένα πρόχειρο φορείο με μια ξύλινη σκάλα, υπνόσακο και ένα κομμάτι σκοινί.
Οι σύντροφοί του τραυματία τον κουβαλούσαν εναλλάξ.
Στην πηγή Τριπόδος, η ομάδα συνάντησε τους χωροφύλακες που είχαν κινητοποιηθεί από τη Σπάρτη καθώς και εθελοντές προσκόπους και μαθητές από την Παλαιοπαναγιά. Η περιπέτεια έληξε με τη μεταφορά του στην Αθήνα, που παρά την κατάστασή του έγινε με πούλμαν. Ήταν λίγο άβολα αλλά σίγουρα καλύτερα από το αυτοσχ που ήταν η καλύτερη απόδειξη της περιπέτειας αλλά και μια καλή αφορμή για να γέδιο φορείο.
Παρά την αγωνία και τον πόνο του τραυματία ένας από τους ορειβάτες τραβούσε φωτογραφίεςραφτεί στις εφημερίδες εκτενές ρεπορτάζ.
Αντλήθηκε υλικό από το περιοδικό «Εικόνες»